Το περίφημο “τέλος της ιστορίας” (Φράνσις Φουκουγιάμα) έχει αναβληθεί, επ΄ αόριστον. Η Ιστορία συνεχίζεται, σκληρή κα αδυσώπητη. Ένας πάγκος του χασάπη, κατά το μεταφορικό σχήμα από τον 19ο αιώνα. Ο Αμερικανός δημόσιος διανοούμενος αναγκάστηκε πολύ σύντομα να αναθεωρήσει την εξωπραγματική άποψή του.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας και του ελληνισμού στη νέα αντιφατική παγκόσμια συνθήκη, σε τούτο το περίπλοκο γίγνεσθαι της ιστορικής στιγμής; Ποια είναι η θέση της Ευρώπης σε αυτήν την περιδίνηση των ακραίων εντάσεων και ανταγωνισμών σε όλα τα πεδία του διεθνούς γίγνεσθαι;
Ευαίσθητοι στις λεπτομέρειες, εκεί δηλαδή που κατοικοεδρεύει ο διάβολος, ακροατές και ακροάτριες δημοσίων ομιλιών μου παρατήρησαν αμέσως τη χρήση της έννοιας της “προεπαναστατικής περιόδου” όταν θέλω να δηλώσω το βασικό χαρακτηριστικό της ιστορικής συγκυρίας που διανύουμε. Είναι ευνόητο πως ακόμη και η δημόσια χρήση ενός παρόμοιου επιστημονικού όρου προκαλεί ανησυχίες και φόβους και δημιουργεί ερωτήματα. Αλλά στον σχετικό διεθνή επιστημονικό διάλογο ο όρος κερδίζει έδαφος και η χρήση του σε διάφορα συγγράμματα πληθαίνει.
Σε ένα βιβλίο της, το οποίο κυκλοφόρησε στο δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας, η εξαιρετικά αντιφατική και πολυσύνθετη Γερμανίδα πολιτική επιστήμων Ulrike Guerot προϊδέαζε, ήδη με τον τίτλο του πονήματός της (“Ο νέος ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος και η ανοικτή Ευρώπη και οι εχθροί της”), τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες για τη νέα διάταξη “φίλου και εχθρού” στην ευρωπαϊκή ήπειρο και έκανε μνεία στην “σχεδόν προεπαναστατική περίοδο” που ζούμε.
Η Ulrike Guerot, παρατηρεί μια μεταλλαγή του παλαιότερου αντιθετικού ζεύγους “κομμουνισμός κατά φασισμού” σε ένα νέο ζεύγος σύγκρουσης: δημοκρατική Ευρώπη εναντίον αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού ( με έμφαση, κυρίως, στον ακροδεξιό τύπο λαϊκισμού). Αυτή η “σχεδόν προεπαναστατική περίοδος” της προηγούμενης δεκαετίας (και σήμερα με μεγαλύτερη ένταση) φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και καθορίζεται από τις αντιθέσεις ανάμεσα στους κερδισμένους και τους χαμένους των αχαλίνωτων παγκόσμιων αγορών, των διεθνοπολιτικών εντάσεων, της μετανάστευσης κ.λπ.
Το σημερινό ζεύγος αντίθεσης συγκροτείται από τη διάταξη του “ταυτοτικού” κατά του κοσμοπολιτικού στοιχείου. Και τούτη η αντίθεση δεν συμπίπτει με την καθιερωμένη παραδοσιακή πολιτική διάκριση μεταξύ “αριστερού” και “δεξιού”, αλλά από την αντίθεση “κυριάρχου” και “κυριαρχούμενου”. Σε πιο απλή γλώσσα: από τη διάταξη, “λαός κατά των ελίτ”.
Στην Ευρώπη, όπου τα κράτη διαλύονται ως “πολιτικά σώματα”, κατά την εκδοχή της Γερμανίδας δημόσιας διανοούμενης, κυριαρχεί ο φόβος και ο πανικός σε πολλά κοινωνικά στρώματα. Στην περίπτωση της χώρας μας, παρά τις μεγαλοστομίες του πρωθυπουργού για ανύπαρκτες επιτυχίες, ο φόβος είναι διάχυτος, “οριζοντίως και καθέτως”, από τη μια γωνιά της πατρίδας μας στην άλλη. Παντού φωλιάζει ο βαθύτερος υπαρξιακός φόβος της αβέβαιης εθνικής συνέχειας. Ο φόβος της εξαφάνισης. Όπου πηγαίνουμε στην ελληνική περιφέρεια, ακόμη και στην Πελοπόννησο, όπου υποτίθεται, σύμφωνα με τα στερεότυπα, υπάρχει μια προνομιακή σχέση με την Αθήνα και τον κρατικό κορβανά, ακούγεται ως μοιρολόγι ενός προαναγγελθέντος αργού θανάτου η διαβεβαίωση της πληθυσμιακής αποψίλωσης του τόπου. Η ύπαιθρος ελληνική χώρα ερημώνει με γοργούς ρυθμούς. Η σημερινή ολιγανθρωπία της τρομάζει.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να παρασυρθούμε σε απλοϊκές απαντήσεις. Δεν είναι, και στην ελληνική περίπτωση, τα μεμονωμένα φαινόμενα που δημιουργούν φόβο και πανικό. Εδώ θα συμφωνήσω, απολύτως, με την Γερμανίδα πολιτειολόγο. Ο φόβος των ανθρώπων προέρχεται από την σύνδεση όλων μαζί των φαινομένων που προκαλούν, επί μέρους δυσαρέσκεια, φόβο και αγωνία για το αύριο. Και εδώ συγκαταλέγονται, για παράδειγμα, η ανεργία, ο ατομικισμός (αυτή η συνέπεια της “Εγώ Α.Ε.” της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας του Κ. Μητσοτάκη και των ομοϊδεατών του στην Ε.Ε.), η παρακμή των παραδοσιακών θρησκευτικών πεποιθήσεων και αντιλήψεων (η άνοδος των παραθρησκευτικών τσαρλατάνων στο πολιτικό προσκήνιο και οι παραχριστιανικές θεωρήσεις παραφασιστικού τύπου, όπως η “Ελληνική Λύση” και η “Νίκη” εκφράζουν αυτήν την κατάσταση και είναι ολότελα λανθασμένη η ταύτιση αυτών των φαινομένων με την επίσημη εκκλησία και την παραδοσιακή ορθόδοξη θρησκευτικότητα και την συνυφασμένη με αυτήν πολιτιστική καθημερινότητα), η δημογραφική αλλαγή, το μεταναστευτικό, ο φονταμενταλισμός σε όλες τις μορφές του και σε όλον τον κόσμο, η φτωχοποίηση και η εγκληματικότητα κ.ο.κ.
Τα βασικά χαρακτηριστικά τούτου του ευρωπαϊκού “εμφυλίου πολέμου” είναι δύο: α)ο αγώνας για την αναδιανομή του πλούτου και β) ο αγώνας για τη διατήρηση των επί μέρους ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών όλης της Ευρώπης.
Το πολιτικώς κρίσιμο ερώτημα σε σχέση με τούτη την “εμφυλιακή” κατάσταση είναι αν, και σε τι βαθμό, μπορεί αυτό να απαντηθεί στο εθνικό πλαίσιο του κάθε κράτους ξεχωριστά. Η Γερμανίδα δημόσια διανοούμενη απαντά με ένα ηχηρό “όχι” στο συγκεκριμένο ερώτημα. Στο επίμαχο δίλημμα μεταξύ “εθνικού” και “υπερεθνικού” επιλέγει το δεύτερο: το “κοσμοπολιτικό”.
Η Ulrike Guerot προκρίνει ως ευρωπαϊκό μέλλον μια ενιαία ευρωπαϊκή κρατική επικράτεια, με ένα κοινοβούλιο που θα νομιμοποιείται με άμεση εκλογή του από τους λαούς της Ευρώπης μέσω ενιαίων πολιτικών πανευρωπαϊκών κομμάτων.
Μια διαδικασία πλήρους ευρωπαϊκής ενοποίησης θα πρέπει, φυσικά, να περιλάβει κάποια πανευρωπαϊκή σεισάχθεια, δηλαδή ρύθμιση του δημόσιου χρέους κάποιων χωρών με την μετατροπή του σε “ευρωπαϊκό”. Στη ίδια κατεύθυνση συζητά και τη διάσωση των συστημάτων υγείας, αυτό το “ευρωπαϊκό” χαρακτηριστικό. Εάν δεν γίνουν αυτές οι υπερεθνικές κινήσεις, η πολιτειολόγος “βλέπει” κατάρρευση του συστήματος υγείας σε όλες τις χώρες της Ένωσης. Και προεικονίζει μια τέτοια κατάσταση χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την ελληνική περίπτωση: “Η Ελλάδα, της οποίας τα κοινωνικά συστήματα έχουν πρακτικά εκμηδενιστεί εξαιτίας της ευρωπαϊκής κρίσης, παρέχει μια πρόγευση”.
Μερικά χρόνια αργότερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη επισφράγιζε την de facto διάλυση του ελληνικού συστήματος υγείας. Η χώρα έχει εισέλθει και σε αυτόν τον τομέα σε “εξέλιξη πτωτικής τάξεως” (evolution in descending order). Η ανασφάλεια έχει γίνει, ήδη, η υπαρξιακή συνθήκη του βίου των “μη-εχόντων” και “μη-κατεχόντων” της ελληνικής επικράτειας.
Στους χώρους της ευρύτερης δημοκρατικής ευρωπαϊκής Αριστεράς, οι προβληματισμοί και η πρόκριση της πολιτικής ενοποιήσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει παρελθόν και εντείνεται ως πολιτικό αίτημα, χρόνο με το χρόνο, κόντρα στον ευρωσκεπτικισμό, ακροδεξιάς ή ακροαριστερής κοπής.
Οι συζητήσεις για την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης περιέχουν, φυσικά, την βασική προϋπόθεση λειτουργίας μιας δημοκρατίας: ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Ένα κοινωνικό συμβόλαιο με τους λαούς της Ευρώπης είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για κάθε βήμα πλήρους “υπερεθνικής” ενοποίησης της Ένωσης.
Οι συζητήσεις αυτές, όπως παρουσίασα σε άρθρο μου σε κυριακάτικη αθηναϊκή εφημερίδα, είναι σύνθετες και προϋποθέτουν μια δημιουργική και ζωντανή εθνική δημοσιότητα, που θα τις θέσει υπόψη του ελληνικού λαού. Δυστυχώς, η κατάσταση στο ελληνικό σύστημα πληροφόρησης δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε αρκετές άλλες, μεγάλες αλλαγές εντός της χώρας, θα προέλθουν “εξ αντανακλάσεως” από τη σχετική δραστηριότητα των δημοκρατικών και προοδευτικών ευρωβουλευτών στις Βρυξέλλες.
Έτσι, στη σημερινή συνθήκη, όπου το εθνικό συγχέεται με το κοινωνικό, δεδομένο που εκμεταλλεύεται ο ακροδεξιός λαϊκισμός σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, η ενίσχυση των σοσιαλιστικών προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων, σε όλη την ήπειρο, μπορεί να είναι η απαρχή μιας βιώσιμης απάντησης διαρκείας προς τον αντιευρωπαϊκό, εθνικιστικό ακροδεξιό λαϊκισμό.
Ο δρόμος της άκρας Δεξιάς ήταν πάντοτε δρόμος προς την καταστροφή και τον πόλεμο. Οι λαοί της Ευρώπης δε θα επαναλάβουν τα σφάλματα του παρελθόντος.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΖΑΡΩΤΙΑΔΗΣ (υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑ.ΣΟ.Κ.)