“Άμεση προτεραιότητα συνιστά η μόνιμη πρόσληψη όσων εκπαιδευτικών απαιτούνται για την ομαλή λειτουργία των σχολείων, στη γενική και την ειδική εκπαίδευση, και παράλληλα ο οριστικός τερματισμός του αναχρονιστικού και άδικου θεσμού της αιχμαλωσίας των αναπληρωτών».
(Από την “Κοινή Πολιτική Διακήρυξη-Προγραμματική συμφωνία” της συνεργασίας ΜΑΖΙ των κομμάτων ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ, ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ και Ε.ΔΗ.Κ.)
Ο θεσμός των αναπληρωτών είναι ένα ακόμη όνειδος της ελληνικής εκπαίδευσης. Μια διαχρονική, ντροπιαστική κατάσταση την οποία έχουμε υπομείνει όλοι μας: παιδιά διαφόρων γενιών, γονείς του χθες και του σήμερα, και, φυσικά, οι εκπαιδευτικοί (και οι οικογένειές τους και τα παιδιά τους) ως διαδικασία μύησής τους στα “σκατά” του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η ταλαιπωρία, εδώ και δεκαετίες, γενεών και γενεών νέων εκπαιδευτικών, αποτελεί πολιτική και επιστημονική ύβρι. Ύψιστη προσβολή και για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και την απάθεια με την οποία αντιμετωπίζουν τον συνεχιζόμενο εξευτελισμό των νεότερων συναδέλφων τους. Έπαθαν, αλλά δεν έμαθαν!
Από την άλλη η παλιά πολιτικάντικη αλητεία των ενδιάμεσων διαγωνισμών για την επιλογή δήθεν των πιο “κατάλληλων” καταστρατηγεί την ισότητα των πτυχίων και αμφισβητεί την αξία τους. Και ουδείς ομιλεί από τους ακαδημαϊκούς εκπροσώπους των αντίστοιχων σχολών του πανεπιστημίου για τους αποφοίτους τους. Τέτοιο επιστημονικό, πολιτικό και κοινωνικό ήθος!
Η συχνή εναλλαγή τόπου αποτελεί μια μορφή δομικής κακοποίησης του εκπαιδευτικού στα πρώτα επαγγελματικά βήματά του. Δεν έχουμε – και δεν θα έχουμε και στο μέλλον – συγκεκριμένες μελέτες για το συγκεκριμένο ζήτημα: από ψυχολογικής, κοινωνικής ανθρωπολογικής, οικονομικής και παιδαγωγικής σκοπιάς. Αναντίρρητα ο θεσμός των αναπληρωτών αφορά πρωτίστως μια άκρως προβληματική εισαγωγή ενός εκπαιδευτικού στον επαγγελματικό του χώρο. “Εκπαιδεύεται” στην αποδοχή της κοινωνικής δυσμένειας ως φυσικό προθάλαμο της καθ΄ αυτής επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Είναι σαν ένα κουραστικό τελετουργικό μύησης στα άδυτα του συστήματος, στα μυστικά του και τις κακοτοπιές του. Μια προεργασία στον συμβιβασμό με τις δυσλειτουργίες και τις ανισορροπίες του επαγγελματικού καταστημένου και της εκπαιδευτικής καθεστηκυίας τάξεως.
Έτσι τα θύματα του συστήματος διορισμών στην εκπαίδευση υπομένουν αρχικώς με μαζοχιστικό τρόπο τη δυσμένεια και απολαμβάνουν με σαδιστικό τρόπο την αδιαφορία τους, όταν πλέον “τακτοποιηθούν” στην μονιμότητά τους. Είναι αυτοί που έχουν αντέξει και έχουν περάσει τη δοκιμασία και τώρα μπορούν να απολαύσουν με τη σειρά τους την ψευδαίσθηση της όποιας προνομιακής μεταχείρισης, εις βάρος των νέων συναδέλφων τους. Ο θεσμός του αναπληρωτή/της αναπληρώτριας πρέπει να καταργηθεί!
Η πρόταση ευλόγως θα δημιουργήσει αμηχανία στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, εφόσον έχουν ενσωματωθεί σε ένα συγκεκριμένο σύστημα και δεν μπορούν να φανταστούν μια διαφορετική λειτουργία του και πολύ περισσότερο έναν διαφορετικό ρόλο τους. Από την άλλη θέτει αυτομάτως επί τάπητος, με επιτακτικό τρόπο και σε όλη του την έκταση, το ζήτημα του εκπαιδευτικού συστήματος (και της παιδείας του πληθυσμού). Και μόνο η δημόσια διατύπωση και υποστήριξη της συγκεκριμένης πρότασης αρκεί για να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο μιας ληθαργούσας κοινωνίας και της εκπαιδευτικής της κοινότητας.
Ο θεσμός των “αναπληρωτών” είναι μια ακόμη εκδοχή “μαστορέματος” (“μπρικολάζ”) του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Οι αναπληρωτές είναι τα “μπαλώματα” στις λακούβες του οδικού δικτύου, που λέγεται δημόσια εκπαίδευση. Ο ρόλος τους είναι εμβαλωματικός: “βουλώνουν τρύπες”. Το ετήσιο διαχειριστικό “μαστόρεμα” με τους διορισμούς των αναπληρωτών απομυζά πόρους και ας θεωρείται η συγκεκριμένη πρακτική μέσο περιστολής δαπανών, επιλύει, αλλά μόνο, πρόσκαιρα και ανεπαρκώς προβλήματα, επινοεί λύσεις της στιγμής, δημιουργεί ανισότητες, τόσο μεταξύ εκπαιδευτικών, όσο και μεταξύ των μαθητών διαφορετικών τόπων της χώρας, εντείνει δομικές κοινωνικές αδικίες, έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εργασιακή ηθική των νέων επαγγελματιών, παγιώνει αντιπαραγωγικές και επιβλαβείς συμπεριφορές, διευκολύνει και ενισχύει την πατρωνία και τις πελατειακές σχέσεις.
Η χαμηλή εκτίμηση της ελληνικής κοινωνίας προς τον δάσκαλο/δασκάλα συνδέεται με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση των ίδιων των εκπαιδευτικών εξαιτίας και των πρακτικών “καψονιού”, στην οποία τους “εκπαιδεύει” από το επαγγελματικό ξεκίνημά τους η ελληνική πολιτεία. Από την άλλη και μόνο του το γεγονός της ύπαρξης του θεσμού του αναπληρωτή/αναπληρώτριας “κατηγοριοποιεί” την εθνική επικράτεια, με κριτήρια “στιγματισμού”. Λεκτικοί χαρακτηρισμοί, όπως “δυσπρόσιτα”, διαμορφώνουν μια συνείδηση αρνητικής αξιολόγησης, απέχθειας πολλές φορές, στο “απομακρυσμένο”, το δύσκολα προσβάσιμο: το καθιστούν προβληματικό. Και επιτείνουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του τόπου και το ψυχολογικό πρόβλημα του εκπαιδευτικού. Η άσκηση του επαγγέλματος, προσλαμβάνεται ευθύς εξ αρχής, ως ένα είδος καταναγκασμού, ως μια καταναγκαστική επιλογή, μια βασανιστική επιλογή του ατόμου (ενίοτε και της οικογένειας, άλλη μεγάλη και πονεμένη ιστορία, η οποία συνδέεται με το θεσμό των αναπληρωτών, κυρίως για τις γυναίκες εκπαιδευτικούς). Τα πρώτα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος μετατρέπονται σε ένα είδος εξορίας σε τόπους “ανεπιθύμητους”. Σε μια περίοδο μύησης και δοκιμασίας στην λειτουργική δυστοπία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο προσδιορισμός του θεσμού των αναπληρωτών ως προβληματικό φαινόμενο θέτει επί τάπητος και το ζήτημα της εκπαίδευσης σε ανώτατο επίπεδο, την σχέση της μέσης εκπαίδευσης με την παραγόμενη γνώση στα πανεπιστήμια, τη σχέση της εκπαίδευσης με την παραγωγή κ.ο.κ. Από την άλλη η διαχείριση των διορισμών, θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα σχέδιο οργάνωσης των λειτουργιών της εκπαίδευσης, το οποίο θα λαμβάνει υπ΄ όψιν του την δημογραφική, πληθυσμιακή κατάσταση της χώρας και των επιμέρους περιοχών της, τις τάσεις δημογραφικών και πληθυσμιακών αλλαγών, την γεωγραφική και κοινωνική σύνθεση αυτών των αλλαγών και το κυριότερο τις στρατηγικές επιλογές της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας για το μέλλον της χώρας. Από αυτές θα εξαρτηθεί και η εκπαιδευτική πολιτική του μέλλοντος. Ειδάλλως θα παραμείνουμε στο φορμαλιστικό πλαίσιο που κινούνται τα ελληνικά πανεπιστήμια και η ελληνική επιστήμη, θα στοιβάζουμε νέους ανθρώπους σε αμφιθέατρα πανεπιστημίων, χωρίς προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης. Η χώρα οφείλει, αν πάσα χρονική στιγμή, να γνωρίζει περίπου πόσους εκπαιδευτικούς χρειάζεται και σε ποιες ακριβώς ειδικότητες. Το συχνότατο “βάζω-βγάζω” εκπαιδευτική ύλη και εκπαιδευτικά αντικείμενα, φανερώνει τα αδιέξοδα και την αδιαφορία στα εκπαιδευτικά των επιστημονικών και οικονομικών ελίτ της χώρας.
Η παρατήρηση αυτή φέρνει στο προσκήνιο της συζήτησης ένα ακόμη φλέγον, αλλά αποσιωπημένο, ζήτημα αναφορικώς με την εκπαίδευση. Εκείνο των εισακτέων στα πανεπιστήμια. Και αναφορικώς με το επάγγελμα των εκπαιδευτικών της μέσης εκπαίδευσης παρουσιάζεται ενώπιον μας το εξής παράδοξο φαινόμενο: παράγουμε περισσότερους εκπαιδευτικούς από εκείνους τους οποίους ενδεχομένως να χρειαζόμαστε, μολαταύτα χρησιμοποιούμε σταθερά λιγότερους εκπαιδευτικούς στη μέση εκπαίδευση από αυτούς που έχουμε ανάγκη.
Ο κρατικός μηχανισμός φαίνεται πως απορροφά ικανό αριθμό από το συγκεκριμένο δυναμικό. Πρόκειται για έναν επιπρόσθετο δίαυλο για τη διαιώνιση του συστήματος της πολιτικής πατρωνίας και των πελατειακών σχέσεων εις βάρος του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι συχνάκις και σε υψηλό βαθμό οι εκπαιδευτικοί αποτελούν την αντιδραστική εφεδρεία ενός ανεπαρκούς γραφειοκρατικού συστήματος. Οι επιπτώσεις των αποσπάσεων στην κρατική μηχανή είναι τεράστιες, με κυριότερη τον ανασχετικό ρόλο σε κάθε ανάδειξη και ενδεχομένως ανάληψη πρωτοβουλίας από το μόνιμο προσωπικό στο γραφειοκρατικό μηχανισμό, μέσω πρακτικών “αυτοκάθαρσης” και “αυτοβελτίωσης”, στην κατεύθυνση μετεξέλιξης του γραφειοκρατικού σχηματισμού σε ενός τύπου “οργάνωσης που μαθαίνει”.
Προτείνοντας την κατάργηση του θεσμού των αναπληρωτών πυροδοτούμε τη συζήτηση για το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης (και της παιδείας στη χώρα) και τη θέση των εκπαιδευτικών σε αυτήν. Και εδώ υπάρχουν αντιλήψεις που τέμνουν, σε αυτή την περίπτωση έξω και πέρα από τις πολιτικές και ιδεολογικές εκδοχές του διπόλου “Αριστερά” και “Δεξιά”, στο μέσο την ελληνική κοινωνία. Ο θεσμός των αναπληρωτών με τον εμβαλωματικό του ρόλο στη λειτουργία των κατώτερων βαθμίδων της εκπαίδευσης αποτελεί εκδοχή του πολιτικού “μαστορέματος” των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, αστικού ή λαϊκού τύπου, με αντιδραστικό, ωστόσο, και στις δύο εκδοχές του πρόσημο.
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν το όλο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των επί μέρους λειτουργιών του. Ωστόσο, οι δυσκολίες αυξάνονται, όσο θα περιοριζόμαστε σε πρόσκαιρες εμβαλωματικές απαντήσεις σε δομικά προβλήματα και προβλήματα πυρηνικής σύστασης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το ζήτημα των αναπληρωτών λειτουργεί συμπληρωματικά και προς τη διαρκή συγκεντροποίηση των κρατικών λειτουργιών. Είναι και αυτό παράγωγο της τάσης συγκεντροποίησης που επιβάλλει το διαχειριστικό “μαστόρεμα” των πολιτικών ελίτ της χώρας (διανόηση, κόμματα, συνδικάτα κλπ.). Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι η τάση συγκέντρωσης δύναται να εντατικοποιηθεί, εξαιτίας των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών. Η κυβέρνηση διαπνέεται από πνεύμα ανεξέλεγκτου τεχνολαϊκισμού και ενδέχεται ακόμη και σε χώρους συντηρητικούς, όπως αυτός της εκπαίδευσης, να επιχειρήσει, κάποια στιγμή, την εισαγωγή της “τηλεκπαίδευσης”. Εδώ οι απαντήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στην αντίπερα όχθη. Στην φάση έξαρσης της τεχνολογίας και της συνοδευόμενης “τεχνολογικοποιήσεως” της αίθουσας διδασκαλίας και του παιδικού/νεανικού δωματίου, ο ρόλος του δασκάλου είναι κρίσιμος, κρισιμότερος από όσο στο παρελθόν.
Δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται το πολιτικό σύστημα τους δασκάλους και ο τρόπος που και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν την εργασία τους (δεν αναφέρομαι καν στον πομπώδη χαρακτηρισμό λειτούργημα, διότι είναι αποπροσανατολιστικός και ενισχύει ενοχικές συμπεριφορές ή μπλαζέ αντιδράσεις αδιαφορίας), αναδεικνύουν το ιστορικό βάθος του γενικότερου προβλήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν ωφελούν σε τίποτε οι διαρκείς επιμορφώσεις, τα σεμινάρια, εάν δεν αποτελούν μέρος ενός ισορροπημένου και δίκαιου εκπαιδευτικού συστήματος: δίκαιο τόσο προς τους μαθητές όσο και προς τους εκπαιδευτικούς. Έχω επίγνωση της γενικότερης κατάστασης και γνωρίζω τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών που αποφοιτούν από τα ελληνικά πανεπιστήμια: φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της “στατικής”, φορμαλιστικής γνώσης που αυτά παρέχουν. Εκείνες τις καθηλωτικές αντιλήψεις περί κατοχής της “απόλυτης γνώσης”, η οποία μεταδίδεται μέσω των διαφόρων επιλεγμένων “συγγραμμάτων” (άλλη μια επιστημονική ανακολουθία που πρέπει να καταργηθεί τάχιστα) επί συγκεκριμένων πεδίων και αντικειμένων (εστιάζω εδώ κυρίως στις λεγόμενες ανθρωπιστικές σπουδές, αλλά δεν “πηγαίνουν πίσω” και οι υπόλοιπες).
Η κατάργηση του θεσμού των αναπληρωτών, προϋποθέτει τον περιορισμό του αριθμού των εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση. Τούτο πάλι θα σήμαινε αυτομάτως αναβάθμιση στη συνείδηση των νέων ανθρώπων του επαγγέλματος του δασκάλου, διότι, μεταξύ άλλων, θα συνοδευόταν με την άμεση ή σχεδόν άμεση επαγγελματική αποκατάσταση. Σε μια χώρα με τεράστια ποσοστά ανεργίας των νέων, η άμεση επαγγελματική αποκατάσταση θα σήμαινε αύξηση του κοινωνικού γοήτρου για τους φορείς του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Σήμερα οι πολιτικοί φορείς του κράτους λωποδύτη φενακίζουν τις αδυναμίες του για να μπορέσουν να επιβιώσουν αυτοί πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτό αφορά τις παλαιοκαθεστωτικές αντιλήψεις και πρακτικές όλων των κομμάτων από την (άκρα) Δεξιά, το Κέντρο μέχρι και την (άκρα) Αριστερά. Ο περιορισμός των εισακτέων στις παιδαγωγικές σχολές και στα παιδαγωγικά τμήματα σχολών φέρνει στο προσκήνιο το δικαίωμα των υπόλοιπων πολιτών για μόρφωση. Τούτο δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία της πρότασης για κατάργηση, αλλά ως μια προοπτική με πιθανά άμεσα ευεργετικά αποτελέσματά. (Για την οικονομία του χώρου αποφεύγω να επεκταθώ στο συγκεκριμένο ζήτημα).
Επιπλέον οι εκπαιδευτικοί δεν χρειάζεται να “υπερκαταρτίζονται” και να αποκτούν “προσόντα” σε διάφορα άσχετα αντικείμενα. Το κύριο αντικείμενό τους είναι η διδασκαλία και η παιδαγώγηση των νέων γενεών. Σε αυτό οφείλουν να βελτιώνονται και όχι να σωρεύουν βεβαιώσεις από άσχετα σεμινάρια, να πολλαπλασιάζουν τις ημιτελείς γνώσεις ξένων γλωσσών και τα ανάλογα “πιστοποιητικά” και όλα όσα οι ίδιοι πολύ καλά γνωρίζουν. Το επάγγελμά τους είναι απλό, ωστόσο ψυχοφθόρο, διότι η παιδαγώγηση είναι, κυρίως, συνυφασμένη με τη ζωή και λιγότερα με την εξειδικευμένη γνώση σε κάποιο επιστημονικό πεδίο. Και από εδώ προκύπτει το ηθικό-πρακτικό βάρος της ευθύνης του δασκάλου μέσα στην αίθουσα.
Συμπερασματικά: η πρόταση για κατάργηση του θεσμού των αναπληρωτών θα λειτουργήσει ευεργετικά στην άνοιγμα της συζήτησης για την επιβαλλόμενη αναπροσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και ανανέωσης της ελληνικής παιδείας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προφανώς και χρειάζομαι το ανάλογο feed back σε μια σειρά ζητήματα που έθιξα.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)