Ξενοφών Κοντιάδης, “Το >φαινόμενο Κασσελάκη<. Το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας”
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2023
Τα βιβλία διαγράφουν τη δική τους τροχιά στη δημοσιότητα. Άλλοτε με θόρυβο, άλλοτε χαμηλόφωνα. Συμβάλλουν σε αυτό τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η εμπορική τους διαφήμιση, αλλά και το ίδιο τους το περιεχόμενο. Υπάρχουν βιβλία που, απλώς, γράφηκαν για να προκαλέσουν θόρυβο. Να προσπορίσουν οφέλη στον συγγραφέα τους. Στην δημόσια εικόνα του, στην “τσέπη” του. Είναι κάποια βιβλία που γράφονται για να “προλάβουν” την επικαιρότητα. Να αναδείξουν ένα θέμα’ όπως συμβαίνει και με την δημοσιογραφική αναζήτηση της κρίσιμης είδησης. Πρόκειται για βεβιασμένη γραφή, βεβιασμένες και ακατέργαστες σκέψεις, όταν το σύγγραμμα έχει δοκιμιακό χαρακτήρα. Μια κακή εκδοχή αυτού του είδους της βιάσης μάς παρέχει το πόνημα του Ξενοφώντος Κοντιάδη. “Το >φαινόμενο Κασσελάκη<. Το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας”.
Το βιβλίο συζητήθηκε δημοσίως. Κακοσυζητήθηκε, σε μια δημόσια εκδήλωση, παρόντος του θιγόμενου πρωταγωνιστή του, του νέου προέδρου του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Η δημόσια παρουσίαση περισσότερο περιέπλεξε τα πράγματα και λιγότερο τα ξεδιάλυνε.
Αν υποθέσουμε ότι η εκτόξευση του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μάς άφησε για κάποια στιγμή άναυδους, η ταχύτητα με την οποία επιχείρησε να αποφανθεί επιστημονικώς ο Ξενοφών Κοντιάδης, επί του “φαινομένου” μας έφερε αντιμέτωποuς με μια οδυνηρή αναγνωστική εμπειρία. Ο πανεπιστημιακός, έχοντας ίσως άγνοια κινδύνου, ή ενδεχομένως εξαιτίας της βιαστικής φιλοδοξίας του να “καλύψει” επιστημονικώς το γεγονός, δεν πολυνοιάστηκε για τα όποια συμπεράσματά του, την εγκυρότητα και επιστημονική πληρότητα τους. Η συγγραφή του τόμου, κατά τον συγγραφέα, άρχισε “αμέσως μετά την πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, στις 17 Σεπτεμβρίου…” Κατά συνέπεια και ο συγγραφέας φαίνεται πως “αγνοούσε” τον υποψήφιο και ενδυνάμει νέο αρχηγό.
Η πρώτη εκλογική αναμέτρηση έφερε στο προσκήνιο της ευρύτερης δημοσιότητας την έννοια της “μεταπολιτικής”. Ήταν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Στέφανου Κασσελάκη εκείνοι οι οποίοι τροφοδότησαν τον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, γενικώς τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, με τον συγκεκριμένο όρο. Και προκατέλαβαν το πλαίσιο ερμηνείας των δεδομένων. Ο Ξενοφών Κοντιάδης επιχείρησε, στη συνέχεια και σε σχέση με τούτη την εσωκομματική αντιπαλότητα στον ΣΥΡΙΖΑ, να κωδικοποιήσει ερμηνευτικά τη μεγάλη ευκαιρία της πολιτικής συγκυρίας και να προβληθεί ως επιστημονικός αναλυτής του φαινομένου της “μεταπολιτικής” στην ελληνική εκδοχή του.
O προσανατολισμός της ερμηνείας της συγκεκριμένης εξέλιξης δρομολογήθηκε με τις δηλώσεις των στελεχών της εσωκομματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα αυτό που παρουσίασε ο συγγραφέας ως επιστημονικό πόνημα είναι μια πιο φλύαρη παρουσίαση των λεγομένων από την πλευρά των ηττημένων της εσωκομματικής αναμέτρησης. Απλώς ο Ξενοφών Κοντιάδης άδραξε την ευκαιρία και προσπάθησε να τεκμηριώσει τούτες τις εκφρασθείσες δημοσίως απόψεις και να τις επενδύσει με τον μανδύα της επιστημοσύνης. Η επιλεκτικότητα και η μεροληψία δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν από μια τέτοια σκόπιμη ενασχόληση με το συγκεκριμένο αντικείμενο έρευνας. Ως προς το οποίο είχε δοθεί ήδη η ερμηνευτική απάντηση για τον χαρακτήρα του: μεταπολιτική.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης, στη συνέχεια, προσπάθησε να μαστορέψει μια ενιαία εικόνα του “φαινομένου”, να ξεδιπλώσει ένα συμπαγές αφήγημα εξετάζοντας δημόσιες δηλώσεις και συμπεριφορές, προσφεύγοντας σε συζητήσεις και ακούσματα, εξιστορώντας προσωπικές εμπειρίες και αναγνώσματα, κάνοντας επιλεκτική χρήση της ξένης βιβλιογραφίας και, last but not least, λογοκλοπές και μεθοδολογικές ασάφειες. Ένα ανεπιτυχές μαστόρεμα (μπρικολάζ), το οποίο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιχειρεί να ξεδιαλύνει.
Ο συγγραφέας περιγράφει τη δική του τυχαία εμπειρία, (‘’έτυχε να βρεθώ παραμονές της δεύτερης εκλογικής Κυριακής … στην κεντρική πλατεία αθηναϊκού προαστίου, όπου απρόσμενα έκανε την εμφάνισή του προκαλώντας μαζική υστερία”), για να διατυπώσει τον κεντρικό ισχυρισμό του περί μεσσιανισμού του “φαινομένου Κασσελάκη” και να διερωτηθεί επ΄ αυτού: “… πόση απόγνωση, πόση απελπισία, πόσες διαψευσμένες ελπίδες, πόση προσδοκία κρύβει η μαζική μανία για έναν άγνωστο άνθρωπο, λίγο μυστηριώδη, που ξαφνικά εμφανίζεται ως Μεσσίας…”.
Και με βάση ανάλογους προβληματισμούς προσπαθεί να ξεδιπλώσει την “ανάλυση” του “φαινομένου”. Η λέξη κλειδί που χρησιμοποιεί για να ερμηνεύσει την “αθόρυβη έλευση ενός Μεσσία” είναι η λατινική persona. Η χρήση της ξένης λέξης είναι, εκ προοιμίου, αρνητικά φορτισμένη’ οδηγεί σε παραθεώρηση των δεδομένων και φενακίζει το πλαίσιο της άμεσης πραγματικότητας των διαφόρων κρίσεων. Η περσόνα θα μπορούσε να αποδοθεί με την ελληνική λέξη προσωπείο, ή προσωπίδα, ή ακόμη την ξενικής προέλευσης μάσκα. Αλλά ο Ξενοφών Κοντιάδης δανείζεται την λατινική persona, από την ξένη βιβλιογραφία, για να δώσει μεγαλύτερο συμβολικό βάρος στην αναλυτική ιδιόλεκτό του. Στα πλεονεκτήματα της περσόνας του Στέφανου Κασσελάκη αναφέρεται το γεγονός ότι αυτή έχει κατασκευαστεί “από το μηδέν”.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ επιχειρεί να απονομιμοποιήσει, στη συνείδηση των αναγνωστών του, τη νόμιμη εκλογή μέσω της απαξίωσης του, τον φορέα αυτής της persona, του απροσδόκητα εμφανισθέντος Μεσσία. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στην περιγραφή και καταγραφή του “φαινομένου” είναι αποκαλυπτική. Δεν διστάζει συχνάκις ακόμη και να συσχετίσει και να δημιουργήσει τους ανάλογους συνειρμούς προς τον χιτλερισμό με την επιλογή συγκεκριμένων λέξεων, όταν περιγράφει την νομότυπη διαδικασία πολιτικής αναμέτρησης για την κατάκτηση της “λαϊκή βούλησης”. Έτσι ο νικητής της παρουσιάζεται, τρόπω τινά, “αιμοχαρής”, ανήθικος και επιχειρείται να στιγματιστεί ως άτομο μέσω της επιλογής μιας και μόνης λέξεως: Blitzkrieg! Και αυτό επαναλαμβάνεται πλειστάκις στο κείμενο.
Η επιλογή της γερμανικής λέξης δεν γίνεται τυχαίως. Είναι μέρος της πρόθεσης του συγγραφέα να απαξιώσει το πολιτικό πρόσωπο, να το δαιμονοποιήσει και να το φέρει κοντά σε πρακτικές άλλων ιστορικών προσώπων, αρνητικών συμβόλων στη συνείδηση του μέσου πολίτη και, κυρίως, της δημόσιας διανόησης της χώρας. Η έκφραση “πριν εξαπολύσει τον Blitzkrieg…”, δεν παραπέμπει, απλώς και μόνον, στην πρόσκαιρη νίκη του Στέφανου Κασσελάκη, αλλά υποτίθεται ότι “προειδοποιεί” για τα επόμενα που θα ακολουθήσουν.
Όλο το βιβλίο και η δόμησή του αφορά την “τεκμηρίωση” της πεποίθησης ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαινομένου, το οποίο σημαίνει κινδύνους για τη χώρα και τη δημοκρατία, αλλά και για την Αριστερά. Είναι φανερό ότι Ξενοφών Κοντιάδης μεροληπτεί υπέρ μιας ερμηνείας των πραγμάτων, που στη βάση της έχει τα διάφορα στερεότυπα περί ριζοσπαστισμού και αντισυστημικότητας. Έτσι προκύπτουν αβασάνιστα και χωρίς τεκμηρίωση συμπεράσματα που αποδίδουν την εμφάνιση του “φαινομένου Κασσελάκη” στη “μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με ρηξικέλευθες προτάσεις σε ένα κόμμα εξουσίας με φθίνοντα, ελλειμματικό πολιτικό λόγο…””. Εδώ είναι εμφανές ότι κίνητρο της απεραντολογίας και φλυαρίας του πανεπιστημιακού είναι η προσπάθεια νομιμοποίησης πολιτικών απόψεων και πρακτικών της πρώτης φάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται, απλώς, για μια βιαστική και επισφαλή κρίση, αλλά για μια μεροληπτική στάση απέναντι στα πράγματα στη βάση ιδεολογικών προτεραιοτήτων και πολιτικών προτιμήσεων.
Η εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη αποδίδεται έτσι εύκολα και αβασάνιστα στην μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ από τις υποτιθέμενες πρότερες ριζοσπαστικές θέσεις του και τη μετατροπή του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Εδώ έχουμε πλήρη συσκότιση του όλου πλαισίου των πολιτικών πραγμάτων. Στις σκιές αυτής της “ερμηνείας” ο συγγραφέας εντοπίζει την “μετάλλαξη” του ΣΥΡΙΖΑ, “από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε ιδιότυπο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα”. Τώρα τι ακριβώς σημαίνει “ιδιότυπο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα”, μόνο ο Ξενοφών Κοντιάδης και όσοι πιπιλίζουν, διαρκώς, στη δημοσιότητα – με αποδοκιμαστικό ή επιδοκιμαστικό τρόπο – τον όρο “σοσιαλδημοκρατία” και τα παράγωγά του, θα μπορούσαν να εξηγήσουν αναλυτικώς, αλλά δεν το κάνουν. Ο όρος λειτουργεί απλώς ως μια “έννοια αντιπαράθεσης” (Kampfbegriff) στην πολιτική ιδιόλεκτο του χώρου και δεν έχει καμία αναλυτική επιστημονική αξία. Αυτό, φυσικώς, δεν εμποδίζει τον συγγραφέα, όπως και πολλούς άλλους δημοσιολογούντες, με πανεπιστημιακούς τίτλους ή χωρίς, να θεωρούν, ότι η περίφημη “μετάλλαξη” του ΣΥΡΙΖΑ, προκάλεσε την εμφάνιση του Κασσελάκη και “δεν θα ήταν νοητή”, εάν το κόμμα παρέμενε στην ριζοσπαστική τροχιά του.
Έκδηλο είναι στο κείμενο το γεγονός ότι η συμπιληματογραφική διάταξη διαφόρων συναφειών και η συγκεχυμένη, ενίοτε και αλλοπρόσαλλη, ορολογία δημιουργούν μια κατάσταση νοητικής ασυνταξίας την οποία είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κάποιος, που αναζητά τον πυρήνα συγκεκριμένης μεθοδολογίας για να κατανοήσει καλύτερα τα γραφόμενα. Έτσι προβάλλουν, εντελώς ξεκάρφωτα, διάφοροι όροι, π.χ. “κοινωνία του ρίσκου” (Ulrich Beck) ή “επιτάχυνση” (Hartmut Rosa) ή και παλαιότεροι “κοινωνία του θεάματος” (Guy Debord) για να εξηγηθεί, υποτίθεται, το φαινόμενο Κασσελάκη, αλλά στην πραγματικότητα ο συγγραφέας προσπαθεί να πείσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη ότι ευρίσκεται στο επίπεδο θεωρητικού αναστοχασμού της σύγχρονης εποχής και να δημιουργήσει ένα κέλυφος προστασίας στα διάφορα παραθεωρητικά μαστορέματά του και να τα “ανοσοποιήσει” απέναντι σε εύλογες ενστάσεις.
Eίναι εκπληκτική η άνεση και η προπέτεια με την οποία ο Ξενοφών Κοντιάδης “ιατρικοποιεί” τη γλώσσα περιγραφής του “φαινομένου του” και αποδίδει, συχνάκις αστόχως, διάφορα χαρακτηριστικά στον λόγο του Στέφανου Κασσελάκη, ώστε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του περί μεσσιανολογίας και μεταπολιτικής. Έτσι, σε ρόλο ιατρού, αποφαίνεται και επί της συμπτωματολογίας (“σύμπτωμα αυτής της εξέλιξης αποτελεί η πολιτική a la carte…”) των πολιτικών εξελίξεων, εντός και εκτός Ελλάδος, που προσδιορίζουν το φαινόμενο της “μεταδημοκρατίας, του μεταβιομηχανικού μοντέλου πολιτικής αντιπροσώπευσης…”.
Όταν η γλώσσα του κειμένου ιατρικοποιείται πολλαπλώς, αναδύονται νέα προβλήματα στην πρόσληψη του: “Σε αυτές τις ασθένειες των επαγγελματιών της πολιτικής φαίνεται ότι υπέκυψαν και αρκετά στελέχη της Αριστεράς”. Μερικές φορές η “ιατρικοποιημένη” επιχειρηματολογία αποκτά φαιδρά χαρακτηριστικά: “Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πέτυχε να εντοπίσει εγκαίρως τις εσωτερικές παθογένειες και να επιχειρήσει την >αυτοανατροπή< τους, ώστε να ανανεώσει τα οργανωτικά του σχήματα και να αξιοποιήσει νέες μορφές κομματικής λειτουργίας”. Εκ των υστέρων, όλοι γίνονται σοφότεροι. Όλοι;
Δίπλα, λοιπόν, στην “μετάλλαξη” του ΣΥΡΙΖΑ προστίθενται και τα προβλήματα που προκύπτουν από τον νέο τύπο “πολιτικής αντιπροσώπευσης”, ως λόγοι της επικράτησης του απόδημου Έλληνα στην εσωκομματική αναμέτρηση, εφόσον η “περσόνα του Κασσελάκη” πληρούσε, στην “εποχή των διαδοχικών κρίσεων”, τις προϋποθέσεις του “μεταδημοκρατικού μεσιανισμού”, δηλαδή ανήκε και αυτός στα “πρόσωπα που εμφανίζονται να διαθέτουν γνώση βαθύτερη από αυτή των πολιτικών, αλλά και λάμψη ισχυρότερη από των τεχνοκρατών”. Αυτό μόνο στην φαντασία του Ξενοφώντος Κοντιάδη υπάρχει ή, εκτός αν γίνουμε κυνικοί, προκύπτει από την επιθυμία και διανοητική ματαιοδοξία του να προσδιορίσει πρώτος, εν Ελλάδι, ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στα πολιτικά μας πράγματα. Όπως και η αφελής αναφορά σε “>επιθετική εξαγορά< ενός ανοχύρωτου κόμματος” (την ίδια ορολογία χρησιμοποιούσε από το γερασμένο επιτελείο του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, ο Σωτήρης Βαλντέν), αποτελεί χαρακτηριστικό του πρόχειρου δημοσιογραφικού πολιτικού ιδιώματος και λιγότερο επιστημονική εξήγηση του εκλογικού αποτελέσματος.
Συνοψίζω: το κείμενο είναι κακογραμμένο, χωρίς υφολογική και μεθοδολογική συνοχή, τα επιχειρήματά του διατυπώνονται με ασαφή τρόπο και καταλήγουν, συνήθως, σε αυθαίρετες κρίσεις. Οι παραπομπές στην ξένη βιβλιογραφία είναι και αυτές αυθαίρετες και υπηρετούν το μεροληπτικό μαστόρεμα (μπρικολάζ) δεδομένων, απόψεων και κρίσεων τρίτων σε συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένη πρόθεση. Και παρατηρείται και εδώ το, τόσο χαρακτηριστικό για τις ελληνικές θεωρητικές επιστήμες, θλιβερό φαινόμενο της λογοκλοπής.
Δεν θα επεκταθώ σε διάφορα σημεία όπου ο Ξενοφών Κοντιάδης επιδίδεται στην καθέξιν πρακτική λογοκλοπής – χαρακτηριστικό πολλών Ελλήνων πανεπιστημιακών στο χώρο των θεωρητικών σπουδών – με πρόθεση να φανεί πιο διαβασμένος από όσο είναι και δεν παραπέμπει σε κάποια πηγή ή στην πηγή του πρωτότυπου, διότι δεν το έχει διαβάσει (εκείνο το “όπως γράφει ο…”, χωρίς αναφορά προέλευσης είναι ενδεικτικό, αλλά δεν είναι ο μόνος τύπος λογοκλοπής), αλλά θα αρκεστώ σε ένα σημείο του βιβλίου, ενδεικτικό του συνδυασμού λογοκλοπής και “προληπτικού” επιστημονικού συμπεράσματος:
“Ο Αμερικανός πολιτειολόγος Μπέντζαμιν Μπάρμπερ έχει υποστηρίξει ότι η δημοκρατία αν θέλουμε να επιβιώσει, παρά τις επιθέσεις μιας εχθρικής μετανεωτερικότητας, θα πρέπει να ανακαλύψει εκ νέου την πολυφωνία. Η δυσπιστία προς τη δημοκρατία θεραπεύεται με περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία. Η διάθεση για συμμετοχή βελτιώνεται, με τη συμμετοχή. Αυτό δε σημαίνει όμως ανοιχτές σε όλους ψηφοφορίες για την ανάδειξη κομματικών ηγεσιών, αλλά αφενός ενδυνάμωσης της κοινωνίας πολιτών και αφετέρου του μετασχηματισμού της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Η συμμετοχή δεν αντιτίθεται στην αντιπροσώπευση, αλλά στην αποχή. Όπως γράφει ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ντέιβιντ Πλότσκι, αντί να αντιπαραβάλλουμε τη συμμετοχή στην αντιπροσώπευση, θα πρέπει να βελτιώσουμε τον τρόπο οργάνωσης της αντιπροσώπευσης ώστε να γίνει πιο ανοικτός, αποτελεσματικός και δίκαιος”. – Καμία αναφορά προέλευσης όλων όσων παρατίθενται (από ποιο βιβλίο δευτερεύουσας βιβλιογραφίας έχει αντληθεί το εδάφιο; Κάπου ανάμεσα στις γραμμές μού φαίνεται ότι ακούγεται και ο John Dewey, χωρίς να αναφέρεται…)
Σε αντίθεση με αυτή την αναφορά των αμερικανών θεωρητικών, η συμμετοχή στην εσωκομματική διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ δεν “φαίνεται να προσομοιάζει προς έναν πιο σύγχρονο τρόπο οργάνωσης της αντιπροσώπευσης, αλλά να επιστρέφει σε μεσσιανικά σχήματα”. Μέσω, λοιπόν, ενός κλεψίτυπο, που διασφαλίζει επιστημονική “εγκυρότητα”, καταλήγουμε στον Στέφανο Κασσελάκη ως μεσσιανικό φαινόμενο!
Δεν θέλω να γίνει οξύχολος και για αυτό δεν θα επεκταθώ σε ζητήματα που αφορούν τις έννοιες “μεταδημοκρατία”, “λαϊκισμός” (τι επιστημονική αναλυτική αξία μπορεί να έχει η αναφορά σε “ιδιότυπο μεταμοντέρνο λαϊκισμό”, ή “μεταμοντέρνο μεσσιανικό λαϊκισμό”, ή “νέου τύπου αρχηγισμός”, ή “άτεχνο κυβερνητισμό” που οδήγησε στην επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη;), διότι στο κείμενο του Ξενοφώντος Κοντιάδη, έχουν ως μοναδικό στόχο να υπονομεύσουν ηθικά και πολιτικά την “περσόνα” και, κατ΄ επέκταση, ελάχιστα έχουν να συνεισφέρουν σε μια συζήτηση για τους όρους και τις συνθήκες της εκλογικής επιτυχίας του νέου προέδρου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά και για την προφύλαξη από πιθανούς κινδύνους εξαιτίας του φαινομένου…
Εκείνη η “μεταπολιτική στιγμή” που εμφανίζεται ξεκάρφωτα, σε κάποια σημεία του κειμένου, δεν βγάζει κανένα νόημα, μοιάζει, μάλλον, για σολοικία’ ελπίζω να μην είναι μετάφραση του momentum!
Η χρησιμοποίηση των συναισθημάτων στην πολιτική δεν είναι per se αρνητική, για τον Ξενοφώντα Κοντιάδη, αλλά η μομφή που αποδίδεται στον Στέφανο Κασσελάκη είναι ότι μετήλθε πρακτικές που τον κατέστησαν κάτι σαν “ένα ποπ είδωλο ή έναν πνευματικό γκουρού”, “θυμίζοντας την υποδοχή ενός σταρ, ενός ιεροκήρυκα, ενός γκουρού”, “ένας ποπ σταρ της διπλανής πόρτας. Και τώρα καλούμαστε να αναμετρηθούμε με “… ένα άφθαρτο πρόσωπο, που έχει φιλοτεχνήσει μια ελκυστική περσόνα περισσότερο με όρους lifestyle παρά με έναν στέρεο, συνεκτικό πολιτικό λόγο και απευθύνεται πρωτίστως στο συναίσθημα, την οργή, την απογοήτευση και την ελπίδα, παρά στη νόηση, την ορθολογική τεκμηρίωση της υπεροχής”.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης φαίνεται ότι αγνοεί την αμερικανική πολιτιστική, πολιτική και κοινωνική παράδοση. Όταν στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, εστίαζαν ποικιλοτρόπως στην ιδιοφυία, στις ΗΠΑ αναδυόταν ο σταρ στο χώρο του πολιτισμού. Μια ματιά στην γνωστή φωτογραφία του Oscar Wilde, απότοκο της περιοδείας του στις ΗΠΑ, θα έπειθε τον συνταγματολόγο, για του λόγου το αληθές. Τούτο γινόταν στο πλαίσιο της αντίληψης για την δημοκρατία στην συγκεκριμένη χώρα. Ούτε στην αμερικανική πολιτική του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ήταν οι πρακτικές του σταρ άγνωστες στις ΗΠΑ, παράδειγμα ο πρόεδρος Ντελάνο Ρούζβελτ.
Παρακάμπτω όλα εκείνα που αναφέρει ο Ξενοφών Κοντιάδης για τα χαρακτηριστικά της περσόνας του Στέφανου Κασσελάκη, που αφορούν στην εμφάνισή του, στην ερωτική επιλογή του και, που κατά τα λεγόμενά του, συγκροτούν το άλλο σκέλος της δημόσιας έλξης προς το πρόσωπό του. Ο συνταγματολόγος καταφεύγει σε πρόχειρους ψυχολογισμούς μέσω ρητορικών ερωτήσεων: “Θα μπορούσε στη συντηρητική ελληνική κοινωνία να βρεθεί σε ηγετική θέση, ακόμη και του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος με ρίζες στον δικαιωματισμό, ένας γκέι αν δεν ήταν ταυτόχρονα όμορφος, αρρενωπός, πλούσιος και πατριώτης;”
Προκαλώ: Θα μπορούσε να επιτύχει ένας αλλοδαπός, μαυριδερός, λιγότερο εμφανίσιμος και λιγότερο πλούσιος και θρήσκος στις ΗΠΑ αν δεν έμοιαζε εξωτερικά με τον κλασικό τύπο του WASP;
Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την “συμπεριληπτικότητα”, τι λέξη και αυτή, της περσόνας Στέφανος Κασσελάκης στο ότι εκπροσωπεί το alter ego, το βασικό απωθημένο των μαυριδερών του νότου, δηλαδή ξανθός, γαλανομάτης, κάτι σαν πρίγκηπας παραμυθιού;
Δεν επεκτείνω την πρόκλησή μου, διότι ο Ξενοφών Κοντιάδης φαίνεται να διαθέτει πιο δημιουργική και μεγαλύτερη φαντασία από τη δική μου: “Φυσιολογικά ο Κασσελάκης μοιάζει με ένα αμάλγαμα Μακρόν και Τσίπρα, ανφάς Μακρόν και προφίλ Τσίπρας, με τρόπο εντυπωσιακό”. Ζούσα με την ψευδαίσθηση ότι μόνο στις οθόνες της εμπορικής τηλεόρασης παρελαύνουν οι φυσιογνωμιστές και ασχολούνται, ανέμελες κυρίες και κύριοι, με συναστρίες και ζωδιακούς κύκλους. Τι συζητάμε, τώρα, σε αυτή τη χώρα; Όλο αυτό ακούγεται ακόμη πιο παράταιρο, όταν έχει διαβάσει κανείς, μερικές αράδες παραπάνω, την πομπώδη επίκληση στη “νόηση, την ορθολογική τεκμηρίωση…”
Δυστυχώς ο συνταγματολόγος, σε αρκετά σημεία του κειμένου του και της επιχειρηματολογίας του, ρέπει προς τον ανορθολογισμό και δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω και να ασχοληθώ με τα γραφόμενά του: “Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την απροσδόκητη εμφάνισή του, σε μια ρωγμή του χρόνου, όταν η αριστερή μελαγχολία ψάχνει τη λύτρωση”. Ο λόγος του Ξενοφώντος Κοντιάδη, σε ορισμένα σημεία του, αγγίζει τα όρια του bullshit, ελληνιστί της “μαλακίας”, όπως την αντιλαμβάνεται ο αμερικανός φιλόσοφος Harry Frankfurt (να που και εγώ μπορώ να παραπέμψω σε ξένους στοχαστές) στο ομώνυμο έργο του. Ιδού ένα δείγμα “μαλακίας”: “Για ορισμένους ο Κασσελάκης είναι το κακέκτυπο ενός υβριδίου μεταξύ Μακρόν και Τσίπρα, πιο ακριβές είναι όμως να αναγνωριστεί ως μια περσόνα εντελώς νέα, που φέρει το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας με έναν πρωτότυπο τρόπο”.
Ευτυχώς, το φαινόμενο έχει ημερομηνία λήξης, κατά τον Ξενοφώντα Κοντιάδη: “Αυτή η >συμπεριληπτικότητα< της περσόνα του Κασσελάκη δεν θα είναι εύκολο να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου, μπροστά σε συγκρούσεις που απαιτούν βαθύτερες προσεγγίσεις και πιο εκλεπτυσμένη ανάλυση”.
Κάτι τέτοιο πίστεψαν και οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ και, ανεύθυνοι καθώς είναι, τίναξαν τα πάντα στον αέρα στο χώρο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης!
Το βιβλίο του Ξενοφώντος Κοντιάδη, με τις αναφορές περί παλαιότερου και ριζοσπαστικότερου ΣΥΡΙΖΑ, περί μεταπολιτικής, λαϊκισμού κλπ., έχει συμβάλλει, στο μέτρο που μπορεί να επηρεάσει ένα βιβλίο μια κοινωνία, όπως η ελληνική, στην διαλυτική κατάσταση που προέκυψε στον χώρο της ελληνικής κοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Από την άλλη ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τι δεν είναι επιστήμη και τι δεν πρέπει να κάνει ένας επιστήμονας που σέβεται τον εαυτό του και την επιστήμη του.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)