Το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων σε σχέση με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επανέρχεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο προσκήνιο. Και στην Ελλάδα και στην Γερμανία. Στη δεκαετία που προηγήθηκε υπήρξε ικανή κινητικότητα γύρω από τη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία επανέφερε στη δημόσια συζήτηση αρκετή δόση από την ένταση της επικρατούσας σε Ελλάδα και Γερμανία ατμόσφαιρας κατά τη δεκαετία του 1990.
Στο ελλαδικό χώρο το ζήτημα ανακινήθηκε, στηρίχτηκε, υποστηρίχτηκε και διατηρείται στο προσκήνιο από φορείς πολιτών και, κυρίως, από το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών. Σημαντικοί αρωγοί για τη διεκδίκηση του δίκαιου αιτήματος της ελληνικής πλευράς υπήρξαν ομάδες πολιτών και επιστήμονες από την Γερμανία. Ο “ακτιβισμός” στις δύο χώρες ήταν, είναι και, όπως φαίνεται, θα συνεχίσει να είναι ο κινητήριος μοχλός σε αυτή την υπόθεση.
Ο ρόλος των ακτιβιστών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όποια άποψη και αν έχει κανείς για τις διάφορες ομάδες πολιτών και σχηματισμών, οι οποίες εμπλέκονται στη συγκεκριμένη προσπάθεια. Οι αντιδράσεις και οι επικρίσεις συνόδευαν κάθε “ακτιβιστική” δράση γύρω από το ζήτημα, αλλά κανείς δεν αμφισβητούσε το κύρος και κυρίως την ειλικρίνεια αυτών των προσπαθειών. Αντίλογος υπήρχε και υπάρχει, με πρώτη και κύρια τη γερμανική κυβέρνηση, αλλά και επιμέρους αντιρρήσεις σε διάφορα επί μέρους ζητήματα από πρόσωπα φιλικώς προσκείμενα στο αίτημα για καταβολή των οφειλών για επανορθώσεις προς τη χώρα μας. Πρόσφατα ωστόσο είδα μια κριτική η οποία θίγει τον πυρήνα του όλου εγχειρήματος: τη σοβαρότητα του αιτήματος.
Σε ένα άρθρο του στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, ο καθηγητής ιστορίας Αντώνης Λιάκος, επιχείρησε να συνδέσει συλλήβδην τη συγκεκριμένη ακτιβιστική δράση και τους φορείς της με τον πολιτικό και κοινωνικό σκοταδισμό και συνωμοσιολογικές αντιλήψεις. Να τον υποβιβάσει σε ακίνδυνο φολκλόρ της πολιτικής καθημερινότητας. Και να προσδιορίσει ως “νέα γενιά θεωρίας συνομωσίας” τις εύλογες αντιδράσεις και φοβίες στην επιχειρούμενη προσπάθεια εισαγωγής και στη χώρα μας στον τύπο ενός πολιτισμού μνήμης, τον οποίο υιοθέτησαν οι γερμανικές ελίτ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Δεν γνωρίζω αν και κατά πόσο είναι δόκιμο, προσωπικώς είμαι αρνητικός σε έναν τέτοιο προσδιορισμό, να ομιλούμε για “γενιές θεωριών συνομωσίας”, κατά αντιστοιχία του όρου “πολιτική γενιά” τον οποίο εισήγαγε πρώτος ο κοινωνιολόγος του πολιτισμού (“Kultursoziologe”) Karl Mannheim κατά τη δεκαετία του 1920. Όπως και να έχει το πράγμα, ο Αντώνης Λιάκος εντοπίζει δύο γενιές θεωριών συνωμοσίας στην Ελλάδα σε σχέση με την Γερμανία. Η μια, η δεύτερη είναι αυτή η οποία αναφέρεται στο ζήτημα της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης και στην πρακτική των πολιτικών “συμφιλίωσης” που ακολουθεί η ισχυρή χώρα της Μεσευρώπης. Η άλλη, η οποία προηγήθηκε και σχετίζεται “με τους Γερμανούς εμφανίστηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης και βασικά οφείλεται στην αναλογική σκέψη. Δηλαδή για να εξηγήσει κανείς το καινούργιο, το άγνωστο φαινόμενο, επιχειρούσε να το εντάξει σε σχήματα που γνώριζε. Ήταν τότε που στη Μέρκελ φορούσαν το μουστάκι του Χίτλερ και στον Σόιμπλε τη στολή των SS”.
Ο καθηγητής ιστορίας ανακαλύπτει και τη βαθύτερη ρίζα αυτής της “νέας γενιάς θεωριών συνωμοσίας”: “Βέβαια η αντίληψη ότι οι Έλληνες θα ‘πρεπε να ξεμάθουν την ιστορία τους, δεν είναι καινούρια. Στη δεκαετία του 1990 αποδιδόταν στον Κίσιγνκερ η υποτιθέμενη φράση ότι οι Έλληνες πρέπει να αποκοπούν από τις ρίζες τους για τους εξαφανίσουν ευκολότερα”.
Προφανώς αυτό το οποίο προσδιορίζει ως πρώτη γενιά θεωριών συνωμοσίας σε σχέση με τη Γερμανία, δεν έχει καμία σχέση με θεωρία συνωμοσίας: πρόκειται από τη μία για έκδηλη μορφή αντιγερμανισμού και μνησικακίας, από την άλλη για θυμική αντίδραση με την οποία ο αντίπαλος προσδιορίζεται ως το χείριστο κακό το οποίο συμβολίζεται από τον ναζισμό. Έχουμε πάμπολλα παραδείγματα με σβάστικες σε αμερικανικές σημαίες και, φυσικά, την ανάλογη εικονοποιία και ρητορεία στην κλασική αντισημιτική πρακτική ταύτισης του Ισραήλ με τις πρακτικές των Ναζί, όπως καθαρός αντισημιτισμός ήταν και η αναφορά στην υποτιθέμενη ρήση του Χένρι Κίσσινγκερ: εδώ υπάρχει φυσικά το στοιχείο της θεωρίας συνωμοσίας με πρωταγωνιστή τον Εβραίο Drahtzieher. Από την άλλη το γεγονός ότι στην Ελλάδα έφτασαν τότε δημόσιοι διανοούμενοι να συζητούν σοβαρά το “ζήτημα” στις λεγόμενες έγκριτες εφημερίδες αναδεικνύει ένα μέρος της ελληνικής πνευματικής αθλιότητας.
Αλλά ο Αντώνης Λιάκος “χρειάζεται” τη σύντομη γενεαλογία συνωμοσιών για να υποβαθμίσει το ρόλο των ακτιβιστών στην προώθηση του συγκεκριμένου αιτήματος των επανορθώσεων και να στιγματίσει τις αντιδράσεις τους, επαρκείς ή όχι επιστημονικώς είναι άλλο ζήτημα, στην άκριτη εισαγωγή των “προϊόντων” και πρακτικών της γερμανικής βιομηχανίας μνήμης.
Ο στιγματισμός ωστόσο δεν είναι εύκολος διότι γνωρίζει ο ίδιος ότι ο ρόλος των ακτιβιστών στην Ελλάδα και στο συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξε πρωτοποριακός, καθοριστικός. Επίσης γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι η διεκδίκηση των οφειλών επανορθώσεων από τη Γερμανία έχει τη δική της ιστορία, ένα μέρος της οποίας αφορά τη δραστηριότητα και τους αγώνες των ακτιβιστών για τη θετική τελεσφόρηση αυτής της υπόθεσης.
Ο Αντώνης Λιάκος συνοψίζει την διάγνωση του σε μια φράση: “Τούτη τη φορά η Γερμανία θέλει να παρέμβει στην ελληνική εκπαίδευση και να παραχαράξει την Ιστορία που διδάσκονται οι ελληνοπαίδες αναφορικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή”. Αυτός ο ισχυρισμός είναι γενικόλογος και υπεραπλουστευτικός και δεν έχει καμία σχέση με τις αντιδράσεις και αντιρρήσεις των περισσοτέρων αντιμάχων της επιβολής στην Ελλάδα της πολιτικής μνήμης και συμφιλίωσης του γερμανικού κράτους. Η επιλογή ξεκάρφωτων εδαφίων από κάποια κείμενα ακτιβιστών – ο όρος που χρησιμοποιεί ο Αντώνης Λιάκος “ακτιβιστές της μνήμης” συσκοτίζει κάπως την ευρύτερη συνάφεια – του ζητήματος των οφειλών επανορθώσεων δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη κάποιας “νέας γενιάς θεωρίας συνωμοσίας”. Είναι γνωστό ότι η Γερμανία ακολουθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 τον συγκεκριμένο τύπο πολιτικής απέναντι σε πολλές χώρες, ούτε και είναι κάτι κρυφό. Είναι μια μακροϊστορική επιλογή των γερμανικών ελίτ που πλέον δεν επιδέχεται σχεδόν καμία αμφισβήτηση και περιλαμβάνει έναν συγκεκριμένο τύπο μνήμης.
Η μνήμη κατασκευάζεται και η περίπτωση συγκρότησης της γερμανικής συλλογικής μνήμης είναι ενδεικτική για την ιστορική επίδοση του γερμανικού “πρωταθλητισμού μνήμης”, οι απαρχές του οποίου βρίσκονται στο reeducation και reorientation των δυτικών δυνάμεων κατοχής. Αυτός ο τύπος μνήμης θα πρέπει να είναι σεβαστός διότι φαίνεται πως ανταποκρίνεται στις ανάγκες του γερμανικού λαού για να μπορέσει να επιστρέψει στις καλύτερες δυνατές για αυτόν συνθήκες πολιτικής, ηθικής και συναισθηματικής ομαλότητας, αλλά συγχρόνως θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί διότι προσκρούει στα ιστορικά δίκαια άλλων λαών, επί του προκειμένου του ελληνικού. Τελευταία δε παρουσιάζεται και ως μονόδρομος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κάθε τι εκτός Γερμανίας που αντιστρατεύεται τον συγκεκριμένο τύπο “συμφιλίωσης” με το παρελθόν επιχειρείται να απαξιωθεί ως έκφραση εθνικιστικής ακρότητας.
Δυστυχώς όλο το πλέγμα επιχειρημάτων, παλαιότερων και νεότερων, το οποίο χρησιμοποιεί η γερμανική πλευρά συνοδεύεται πάντοτε και από μια αλαζονική πολιτική με έντονα χαρακτηριστικά νεοαποικιακού χαρακτήρα, εκφράζουν με ωμό τρόπο μια ρεαλιστική πολιτική ισχύος: τόσο η διαχρονική άρνηση παραδοχής του δίκαιου αιτήματος της ελληνικής πλευράς και ο κυνισμός που τη συνοδεύει, όσο και η εκτεταμένη χρήση πρακτικών soft power (όλα τα “ωραία” ελληνογερμανικά που παραθέτει με αρκετή ζέση ο Αντώνης Λιάκος για να περισώσει τη χαμένη τιμή της ελληνικής ιστορικής επιστήμης, αυτού του άπραγου θεατή, εμπίπτουν σε αυτή την πρακτική) φανερώνουν την νεοαποικιακή αντίληψη του γερμανικού ηγεμόνα.
Σημείωση: Η συστηματική κριτική στο κείμενο του Αντ. Λιάκου σκοντάφτει στην ασάφεια των διατυπώσεων του, σε χαρακτηριστικές ιστορικές ανακρίβειες και στην έλλειψη συνεκτικής επιχειρηματολογίας. Για αυτό προσπάθησα να περιορίσω τις παρατηρήσεις μου στο επινόημα των “γενιών θεωριών συνομωσίας” και στη διαφαινόμενη αγωνία του πανεπιστημιακού να διασώσει τη χωλαίνουσα τιμή της επιστήμης του. Ωστόσο και πάλι δεν μπόρεσα να αποφύγω τον πειρασμό να κάνω και κάποιες αναφορές στον γερμανικό πολιτισμό μνήμης.