Ένα περίπλοκο δεδομένο, όπως οι πυρκαγιές του φετινού Αυγούστου, δύναται να περιγραφεί και να αναλυθεί στα επί μέρους του με πολλούς τρόπους, δύναται να λεχθεί πολλαχώς. Θα μπορούσε όλη αυτή η κατάσταση να αποτελέσει αφετηρία για πληθώρα επιστημονικών ερευνών και επιστημονικών διατριβών στο άμεσο μέλλον, αλλά γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δε θα συμβεί, διότι η φορμαλιστική φύση της ελληνικής πανεπιστημιακής επιστήμης – τούτο ισχύει σχεδόν σε όλο το εύρος της επιστημονικής γνώσης, κάτι που φαίνεται στις μέρες μας και σε σχέση με την πανδημία, αλλά και τις πυρκαγιές – φαίνεται πως απεχθάνεται σε γενικές γραμμές την κοπιώδη εντρύφηση επί του συγκεκριμένου. Δεν υπάρχουν επίσης οι συμπληρωματικοί προς το πανεπιστήμιο φορείς και τα απαραίτητα επιστημονικά ιδρύματα και, φυσικά, λείπουν ή δε διατίθενται ικανοί πόροι στην έρευνα σε όλα τα επιστημονικά πεδία.
Θα μπορούσα να παραθέσω “θέματα”, τα οποία ανέκυψαν εκ νέου επ΄ ευκαιρία των πυρκαγιών και της αντιμετώπισής τους και που οφείλουν να διερευνηθούν από τις αντίστοιχες επιστήμες, αλλά θα περιοριστώ σε ένα γενικότερο ζήτημα, θα επικεντρωθώ μόνο σε ένα γεγονός των ημερών το οποίο αναδεικνύει μια σημαντική πλευρά, ίσως τη σημαντικότερη, του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού: το “κράτος”, την ισχύ και την αδυναμία του. Σε μια αποστροφή του λόγου του και για λόγους προπαγανδιστικής αξιοποίησης στην αντιπαράθεσή του με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Κ. Μητσοτάκης θέλοντας να υπερασπιστεί το “επιτελικό κράτος” του αποφάνθηκε ότι “αυτό το οποίο παραλάβαμε δεν ήταν ούτε επιτελικό και συχνά ούτε κράτος”. Η ρήση αυτή φυσικώς δεν απέχει πολύ από τη λαϊκή στερεότυπη φράση “δεν υπάρχει κράτος”.
Ο Κ. Μητσοτάκης στην πρόσφατη συνέντευξή του περιέγραψε και τα χαρακτηριστικά του δικού του “επιτελικού κράτους”: “Το επιτελικό κράτος συντονίζει, ορίζει προτεραιότητες, αξιολογεί και επιβλέπει. Αυτός είναι ο ρόλος του επιτελικού κράτους”. Τούτη η περιγραφή παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, αλλά δε θα εστιάσω σε αυτό το σημείο. Περιορίζομαι απλώς στο “κράτος”, αυτό το “κράτος”, το οποίο, σύμφωνα με τον Κ. Μητσοτάκη, στο πρόσφατο παρελθόν συχνά δεν ήταν “ούτε κράτος”.
Το βασικό χαρακτηριστικό του κράτους είναι η μονοπωλιακή άσκηση της εξουσίας: είτε είναι αυταρχικό, είτε είναι δημοκρατικό, είναι αυτό που ασκεί την εξουσία. Δε νοείται κρατικός σχηματισμός χωρίς μονοπώλιο στην άσκηση εξουσίας. Παράλληλες εξουσίες – τυπικά ή άτυπα κέντρα ισχύος και κυριαρχίας – σχηματίζονται εκεί όπου ένας κρατικός σχηματισμός παραπαίει και βρίσκεται σε διαδικασία κατάρρευσης και μετάβασης σε νέες συνθήκες και ισορροπίες ισχύος. Η ισχύς κάθε εξουσίας καταδηλώνεται και επιβεβαιώνεται κάθε φορά με την διαρκή αποδοχή ή επιβολή της κρατικής εντολής (νομιμοποίηση εναντίον καταστολής ή και τα δύο συγχρόνως).
Το “επιτελικό κράτος” του Κ. Μητσοτάκη και των συνεργατών του εμφανίστηκε στο ξεκίνημά του με υπεροπτικό τρόπο, εκδήλωσε τάσεις έντονου αυταρχισμού, για να καταλήξει στην πλήρη απονομιμοποίηση και αποδυνάμωσή του την περίοδο των πυρκαγιών. Το “επιτελικό κράτος” αποδείχτηκε πολύ σύντομα μια προπαγανδιστική πομφόλυγα. Και φαίνεται πως άρχισε πολύ σύντομα αντί να κομπάζει, να “κομπιάζει” – η γλώσσα του σώματος του Κ. Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια του διαγγέλματος στις αρχές Αυγούστου φανέρωσε έναν ηγέτη σε αμηχανία και πανικό, ο οποίος κόμπιαζε διαρκώς διαβάζοντας ένα μήνυμα το οποίο προηγουμένως είχε μελετήσει – και να αποποιείται εν τοις πράγμασι στοιχεία της βασικής λειτουργίας του: να λαμβάνει αποφάσεις και να φροντίζει αυτές να τηρούνται μέσω της “εντολής”.
Σε μια de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης – ότι οι περιοχές των πυρκαγιών δεν κηρύχτηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι άλλη μια αδυναμία του λεγόμενου “επιτελικού κράτους” και των φόβων των φορέων του – ο ελληνικός κρατικός σχηματισμός δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει την κυριαρχία του. Το καρλσμιτιανό “αξίωμα”, ότι “κυρίαρχος είναι όποιος ελέγχει την κατάσταση ανάγκης/εξαίρεσης”, έχει σε αυτή την περίπτωση, αν και περιορισμένα, την τιμητική του. Το “επιτελικό κράτος” με την αναποφασιστικότητα του, μοιράστηκε μέρος της εξουσίας του, εκχώρησε κυριαρχία σε τρίτους: σε όλους εκείνους οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την εντολή του, την εντολή εκκένωσης. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών, είχαμε μια κατάσταση μικρο-ανταρσίας κατά της κρατικής εξουσίας. Από μόνο του το γεγονός είναι λόγος να παραιτηθεί μια κυβέρνηση, αλλά στην χώρα μας “εκλογικεύονται” τα πάντα με διάφορες προφάσεις. Το αδύναμο κράτος σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνθηκολόγησε αμαχητί με την πανίσχυρη κοινωνία και εκχώρησε ένα μέρος – ελάχιστο μεν αλλά υπαρκτό – της κυριαρχίας του σε ομάδες “ατάκτων πολιτών”.
Αν υπολογίσουμε ότι η κυκλοφορία και ο περιορισμός της ανήκει στον σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας ενός κράτους («απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τα οδούς») η τωρινή ήττα του ελληνικού κράτους δεν πρέπει να υποτιμηθεί διότι δημιούργησε συνθήκες ιστορικού, αλλά και νομικού προηγούμενου, εφόσον δεν έχουν κινηθεί από την πλευρά του κράτους οι πρέπουσες ενέργειες για να διασφαλιστεί η διαχρονική νομιμοποίησή του ως αποκλειστικού φορέα λήψεως και εκτελέσεως αποφάσεων.
Η συνθηκολόγηση ήταν ολοκληρωτική τόσο στο ηθικό, όσο και στο επίπεδο της ισχύος. Η απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας ήταν πλήρης και συμβάδιζε με την πλήρη νομιμοποίηση της αυθαίρετης υποκατάστασης των μηχανισμών του κράτους από κάποιους πολίτες. (Όσοι ικανοποιούνται με τα “θετικά” αποτελέσματα της μικρής αυτής ανταρσίας, θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους και την “περίεργη” αγνόηση της “εντολής” από εκείνα τα “στοιχεία” που βρέθηκαν παράνομα σε “εκκενωμένη” περιοχή και προπηλάκισαν τα μέλη τηλεοπτικού συνεργείου).
Επιστέγασμα αυτής της συντριβής κάθε νομιμοποιητικού στοιχείου της κρατικής κυριαρχίας και της εισαγωγής πρακτικών αυθαιρεσίας υπήρξε η αποδοχή και η νομιμοποίηση της μικρο-ανταρσίας από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη στη συνέντευξη τύπου: “… η εντολή της εκκένωσης είναι μια εντολή στην οποία πρέπει να υπακούσουν οι κάτοικοι. Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί κάποιοι κυρίως άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να αισθάνονται ότι έχουν δυνάμεις και έχουν αυτή την επιθυμία – παρέμειναν και βοήθησαν στην κατάσβεση και αυτό τους τιμά και τους ευχαριστώ για αυτό που έκαναν”. Ο πρωθυπουργός μιας χώρας δηλώνει ότι “καταλαβαίνει” τις συνθήκες “ανομίας” και ευχαριστεί εκείνους που αναίρεσαν έστω και περιστασιακά ένα στοιχείο της κρατικής εξουσίας. (Στην συγκεκριμένη περίπτωση ταιριάζει ο όρος “ανομία”, συνθήκες δηλαδή όπου το κράτος απονομιμοποιείται πλήρως και χάνει το μονοπώλιο στην εξουσία και όχι στην περίπτωση των Εξαρχείων κλπ., που χρησιμοποιεί η νεοδημοκρατική προπαγάνδα. Τα Εξάρχεια ποτέ δεν μπόρεσαν να απονομιμοποιήσουν την κρατική εξουσία και να δημιουργήσουν συνθήκες “ανομίας”, το αντίθετο μάλιστα… Η πλήρης απονομιμοποίηση του κράτους στην βόρεια Εύβοια και σε άλλες πληγείσες περιοχές φανερώνεται και από το γεγονός ότι ουδείς ασχολείται με αυτή τη συνθήκη της ανομίας, που προέκυψε εξ αιτίας της πυρκαγιάς ως τραγική διάταξη “Αντιγόνη εναντίον Κρέοντος”, “αρχαϊκού εναντίον σύγχρονου”. Ένα χαρακτηριστικό σπάραγμα διαδικασιών κοινωνικής εξέλιξης σε πτωτική τάξη (evolution in descending order). Και επί προσωπικού: διακινδυνεύω να χαρακτηριστώ “αντιλαϊκός” και “αντιδραστικός” με αυτές τις υπομνήσεις, αλλά θεωρώ τούτες τις παρατηρήσεις αναγκαίες για μια νουνεχή προσέγγιση των πραγμάτων μακριά από την κοινωνική τυφλότητα του κυβερνητικού “τεχνολαϊκισμού”).
Με τις ευχαριστίες αυτές ο Κ. Μητσοτάκης επικρότησε και νομιμοποίησε πολιτικά την αυθαίρετη κρίση κάποιων πολιτών, ότι αυτοί είναι οι αρμόδιοι να διαχειριστούν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εφόσον ο κρατικός μηχανισμός, πάντοτε κατά την κρίση τους, αδυνατούσε να προστατεύσει τις περιουσίες τους. Επειδή ο πρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε στη δημιουργία μιας “νέας κουλτούρας εκκενώσεων”, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το βασικό χαρακτηριστικό των ημερών δεν ήταν οι εκκενώσεις, αλλά η αντίδραση των κατοίκων και η αυθαίρετη μερική ανάληψη διαχείρισης της κατάστασης. Αυτό το οποίο θα μείνει στο συλλογικό ασυνείδητο είναι η ανυπαρξία ή η αδυναμία του κράτους στην προστασία των περιουσιών των κατοίκων και η κατά αντιδιαστολή θετική συμβολή των εξ ανάγκης αυτόκλητων προστατών στην υπεράσπιση αυτών των αγαθών. Η “αυθαιρεσία” θα ερμηνεύεται ως “αντίσταση” και θα οδηγεί σε ανάλογες συμπεριφορές.
Η παραπάνω δήλωση του Κ. Μητσοτάκη θα πρέπει από πολιτική σκοπιά να αναγνωστεί πολλαπλώς: κατά πρώτον ως απάντηση στην υπερθεμάτιση στο συγκεκριμένο ζήτημα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως – εξίσου αδικαιολόγητη και ανόητη η δήλωση του αρχηγού της –και των μικροκομματικών υπολογισμών των στελεχών της συμπολίτευσης, κατά δεύτερον θα πρέπει να αξιολογηθεί ως υπόρρητο μήνυμα προς την δικαστική εξουσία να παραμείνει άπραγη απέναντι στην αυθαίρετη συμπεριφορά κάποιων πολιτών ή ακόμη και στελεχών του κρατικού μηχανισμού. Έτσι η παρέμβαση εισαγγελέα στην περίπτωση των αυτόκλητων υπερασπιστών των πυρόπληκτων περιοχών δε θα έλθει ποτέ. Ούτε για την τιμή των όπλων. Ένα “σοβαρό κράτος”, όπως αρέσκονται να λέγουν οι διάφοροι δεξιοί συντηρητικοί, δεν αρνείται ποτέ να υπερασπιστεί τις βασικές δικαιοδοσίες του. Και όμως ο Κ. Μητσοτάκης ευχαρίστησε δημοσίως τους αρνητές της εντολής εκκένωσης, αρνήθηκε το μονοπώλιο του κράτους στην άσκηση εξουσίας και δη σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η κεντρική εξουσία συνθηκολόγησε βάζοντας στην κυριολεξία την ουρά στα σκέλια για λόγους αδυναμίας και μικροκομματικής σκοπιμότητας. Διότι η πιθανή δίωξη των υπευθύνων αυτής της μικρο-ανταρσίας θα έφερνε στο προσκήνιο μεταξύ άλλων και τις αδυναμίες του ίδιου του κρατικού μηχανισμού και θα αποκάλυπτε ότι το “επιτελικό κράτος” είναι ένα λεκτικό σχήμα, πίσω από το οποίο προσπαθούν να κρυφτούν οι τωρινοί εκπρόσωποι ενός αδύναμου κράτους, οι οποίοι έχουν κάνει σημαία τους την “ασφάλεια” και τη “νομιμότητα”. (Μια πρόχειρη σύγκριση με την περίπτωση των Σκουριών και του τρόπου αντιμετώπισης των αντιδράσεων των ντόπιων πολιτών, φανερώνει και μια άλλη πτυχή της μεταπρατικής ιδεολογίας που διαπνέει τους μηχανισμούς λειτουργίας του ελληνικού κράτους: το τελευταίο είναι πρόθυμο και έτοιμο να υπερασπίσει τα προνομιακά συμφέροντα των ξένων, αλλά αδυνατεί να υπερασπίσει επαρκώς το δικό του αποκλειστικό προνόμιο στην άσκηση εξουσίας – για τα συμφέροντα των πολιτών του θα πρέπει να είμαστε ακόμη πιο επιφυλακτικοί).
Η ανοχή όλων των εξουσιών απέναντι στην σχετικοποίηση – η τελευταία συνδαυλίστηκε από την ψευδοειδησεογραφία μιας πορνογραφίας της καταστροφής στην οποία επιδόθηκαν τα τηλεοπτικά μέσα για εμπορικούς λόγους και επέτειναν την αποδοχή της αυθαιρεσίας προσδίδοντάς της ηθικό και κοινωνικό πρόσημο με διάφορους αντιδραστικούς “αρχαϊσμούς” και την προσβλητική “εξωτικοποίηση” των ντόπιων πληθυσμών – της αυθαίρετης ανάληψης πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων από μερίδα των πολιτών είναι εγκληματική: ότι δε θρηνήσαμε θύματα από την πλευρά των αυτόκλητων σωτήρων της τοπικής κοινωνίας, δε μειώνει στο ελάχιστο την ηθική ευθύνη των κυβερνώντων για αυτή την παθητική τους στάση που έβαζε σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές και αποτελεί ένα πολύ κακό παράδειγμα για το μέλλον.
Επειδή ο κυβερνητικός μηχανισμός προπαγάνδας και το εμπορικό σύστημα πληροφόρησης παρουσίαζαν την κατάσβεση των πυρκαγιών με όρους πολέμου (“μάχη”, “μέτωπα”, “πόλεμος”, “επέλαση” κ.α.) και παραμένοντας στην πολεμική “συνθήκη” σημειώνουμε ότι δεν υφίσταται στράτευμα στο οποίο οι στρατιώτες του δρουν κατά παράβαση των εντολών των ανωτέρων τους και κατά το δοκούν.
Στην περίπτωση των πυρκαγιών και στις αντιδράσεις των πολιτών της βόρειας Εύβοιας έχουμε την πλήρη απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας και της πλήρους αδυναμίας της να επιβάλει τις αποφάσεις της. Επιβεβαιώνεται και εδώ ότι ο ελληνικός πολιτικός και κοινωνικός σχηματισμός είναι αμάλγαμα ενός αδύναμου κράτους και μιας ισχυρής κοινωνίας. Γι΄ αυτό η δημόσια ζωή του τόπου καθορίζεται από μια κολοβή νεωτερικότητα. Στην εφαρμοσμένη πολιτική οι συνέπειες αυτής της πραγματικότητας εμφανίζονται με διάφορους τρόπους. Ένας εκ των οποίων είναι και ο ακραίος εξευτελισμός, όταν δοθεί η ευκαιρία από την συγκυριακή αναδιάταξη του υπαρκτού ή υποτιθέμενου ευνοϊκού συσχετισμού δύναμης, των εκπροσώπων κάθε βίαιης “εκσυγχρονιστικής”, αυταρχικής και αλαζονικής συμπεριφοράς. Τις τελευταίες ημέρες βρισκόμαστε, μιλώντας με λακανικούς όρους, σε εκείνη τη συνθήκη όπου οι πολίτες βασανίζουν, με σαδιστικό σχεδόν τρόπο, τους επιλεγμένους από τους ίδιους ηγέτες τους. Η “τράπεζα οργής” (Peter Sloterdijk) ή καλύτερα ο ταμιευτήρας της οργής έχει υπερχειλίσει και ο σαδισμός των λαϊκών μαζών εκδηλώνεται απέναντι στον μέχρι τούδε αυταρχικό και αλαζόνα μεταφυσικό υποκριτή με χυδαίο τρόπο: “ #Μητσοτάκη _γαμιέσαι”.
ΠΙΝΑΚΑΣ
Franc Marc
“Tierschicksale – Πεπρωμένο των ζώων” (1913)
Λάδι σε καμβά
19,5 Χ 263,5
Kunstmuseum Basel – Μουσείο Τέχνης Βασιλείας- Ελβετία
[Κατά μια ερμηνευτική εκδοχή το κόκκινο χρώμα στον πίνακα παραπέμπει σε φωτιά στο δάσος. Κατά τα άλλα το έργο ήταν ένα προμήνυμα για την επερχόμενη καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στον οποίο σκοτώθηκε και ο ζωγράφος]