Εξωτερική πολιτική, γεωπολιτική στρατηγική και εναλλακτική στρατηγική αλλαγήςτης Χώρας.
Αυτή είναι αναγκαίο να ενταχθεί και να την εκπονήσειγια να υλοποιηθείβήμα προς βήμα, από μια γνήσια προοδευτική και ριζοσπαστική κυβέρνηση που θα διαπνέεται από το πρόταγμα της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να εξειδικευθούν οι μεταβατικές στρατηγικές κατευθύνσεις με τη σαφή εξειδίκευση και τον αναγκαίο προοδευτικό ριζοσπαστισμό.
Η έννοια της αλλαγής της στρατηγικής (γενικότερα) συνίσταται σε 5 κατευθύνσεις.
Σύντομη ιστορική αναδρομή των σχέσεων Ελλάδος -Τουρκίας
Στις 28 Ιανουαρίου 1920, η τουρκική εθνοσυνέλευση αποφάσισε κεκλεισμένων των θυρών τον «Εθνικό Όρκο». (αν και η Συνθήκη της Λωζάνης που ακολούθησε αμέσως μετά του 1923, είχε αναιρέσει σχετικά τον τουρκικό εθνικό όρκο, ωστόσο η σύγχρονή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας του Τ. Ερτογάν φαίνεται να τον επαναφέρει και να τον αναβιώνει.
Η αναβίωση αυτή τροφοδοτεί με τη σειρά της τον τουρκικό εθνικισμόμε τον έκδηλο επεκτατισμό της, ο οποίος γίνεται επικίνδυνος για τους λαούς και τα κράτη της περιοχής και για τη χώρα μας..
Σε αυτόν τον όρκο εμπεριέχονται διάφορες (αναγκαίες ίσως τότε) εθνικιστικές επικλήσειςτης νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, του ΚεμάλΑτατούρκ (ιδρυτή του σύγχρονου νεοΤουρκικού κράτους).
Για να γίνει αντιληπτή η ουσία αυτού του «Εθνικού Όρκου» παρατίθεται η ακόλουθη φράση του Μουσταφά Κεμάλ:
Λέγεται -όπως μπορούμε νααντιληφθούμε- ότι αυτές οι επιδιώξεις όπως όλα δείχνουν είναι και τα νέα σχέδια της Τουρκίαςτου Τ. Ερτογάν, που έχουμε ως χώρα να αντιμετωπίσουμε καθημερινά μπροστά μας, μετά την πρόσφατη ¨επικαιροποίηση¨ του δόγματος της mavivatan (γαλάζιας πατρίδας).
Ως διακηρυκτική στρατηγική επιδίωξη παραμένει να ¨καταλάβουν κάποια στιγμή¨ περιοχές που οι Τούρκοι τις θεωρούν δικές τους.
Οι περιοχές αυτές αποτυπώνονται πλέον ανοιχτά σε χάρτες που έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν και κυκλοφορούν δημόσια – ενώ διαρρέουν επίσημα και ανεπίσημα από την τουρκική διπλωματική και πολιτική ελίτ της χώρας.
Μιλάμε ασφαλώς για την ορατή έκρηξη του εθνικιστικού παραλογισμού, που εδράζεται «στο νέο ισλαμικό αφήγημα» των κυρίαρχων πολιτικών και ιδεολογικών κύκλων του ακραίου Ισλάμ, (επισήμανση, το μετριοπαθές Ισλάμ ανήκει το δίκτυο Γκιουλέν),όπως επιβλήθηκε από τους προκατόχους του, τους ¨δήθεν φιλοδυτικούς μετριοπαθείς στρατοκρατικούς& πολιτικούς κύκλους¨των προκατόχων του Τ. ΕρτογάνΚεμαλιστών, οι οποίοι οραματίζονταν μια ισλαμική Τουρκία ¨δυτικού τύπου¨ εντός της Ε.Ε.που όπως φαίνεται (προσωρινά:) να έχουν ηττηθεί στην Τουρκία.
Έτσι ο Τουρκικός επεκτατισμός και η επιθετική ρητορική στην Τουρκίαεπανήλθε δριμύτερη -την 2η και τελευταία δεκαετία όπως όλα δείχνουν από τον Τ.Ερτογάν-, ενώ αποτελεί τη νέα επιθετική πολιτική της χώρας, που συνοδεύεται με συγκεκριμένες επιθετικές πράξεις, ενταγμένες σε αυτήν την διατυπωμένη εξόχως επιθετική στρατηγική.
Ο Τουρκικός επεκτατισμός άλλωστε αποτελούσε κα συνεχίζει να αποτελεί εγγενές και αυθύπαρκτο στοιχείο της χώρας -από την ίδρυση του νεότερου Τουρκικού κράτους-,και ανάγεται ασφαλώς στην μεγάλη και «μεγαλεπήβολη ιδέα» των κυρίαρχων κύκλων -της στρατιωτικής &πολιτικής ελίτ της Χώρας-, ώστε να αναβιώσουν με κάθε τρόπο στο όραμά τους, «τη νέα μεγάλη ιδέα αναβίωσης του νέο-οθωμανισμού».
Έτσι για την Ελλάδα,
(η Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, (UNCLOS 1982) κατέληξε το 1982 στο Montego Bay σε ένα ενιαίο και συνεκτικό νομικό πλαίσιο που θέτει κανόνες στην χρήση των θαλασσών και ωκεανών).
Γίνεται φανερό, -όπως μας λένε οι ειδικοί-ότι εάν προχωρήσει η Ελλάδα στην επέκταση των 12 μιλίων στο Αιγαίο, θα διπλασιάσει σχεδόν την κυριαρχία της στα χωρικά ύδατα του Αιγαίου και από το 35% που είναι σήμερα (με τα 6 μίλια) θα πάει στα 64%, ενώ η ανοιχτή θάλασσα (διάδρομοι διέλευσης) θα περιοριστούν από 56% που είναι τώρα, στο μόλις 26,1%.
Το Αιγαίο θα καταστεί -ως ένα βαθμό- κλειστή ελληνική θάλασσα με ελληνική κυριαρχία μια και θα υπάρχει αδιατάρακτη συνέχεια χωρικών υδάτων από το Σούνιο ως τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.
Επιπλέον, με τη διεύρυνση των 12 μιλίων λύνεται συνολικά το θέμα της υφαλοκρηπίδας σε βάρος της Τουρκίας.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η Τουρκία από τα τέσσερα ανοίγματα που διαθέτει με τα 6 μίλια στην ανοιχτή θάλασσα, θα είχε μόνο δύο και μάλιστα πολύ στενά, μεταξύ Λέσβου και Χίου και Χίου και Σάμου, τα οποία όμως θα της επιτρέψουν μόνο μία σύντομη διέλευση στην ανοιχτή θάλασσα, γιατί στη συνέχεια θα αναγκαστεί να πλεύσει στα ελληνικά χωρικά ύδατα για να φτάσει στα Στενά ή στη Μεσόγειο. (που θα απαιτείται -τυπικά μεν την άδεια πάντοτε-από την Ελληνική πλευρά)
Όλες αυτές οι δυσμενείς για την Τουρκία συνέπειες την έχουν οδηγήσει στο να δηλώνει επανειλημμένα και προκλητικά ότι η διεύρυνση αυτή (των 12 μιλίων) θα συνιστά casus belli (αιτία πολέμου,ήδη από το 1982).
Ο όρος «casusbelli» στην διεθνή διπλωματία σημαίνει «αιτία πολέμου». Δηλαδή μια πράξη ή ένα γεγονός που προκαλεί ή χρησιμοποιείται, για να δικαιολογήσει κήρυξη πολέμου μεταξύ κρατών. (Προέρχεται από το Ρωμαϊκό δίκαιο και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα).
Ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας, κ. Μελβούτ Τσαβούσογλου, -σε κάθε ευκαιρία- υπενθυμίζει στην εκάστοτε Ελληνική κυβέρνηση, ότι ισχύει στο ακέραιο η «απειλή πολέμου» και κάλεσε (για πολλοστή φορά) -όπως έκανε και την τελευταία φορά -εκτάκτως στις 23/10/2018- τον Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα, δηλώνοντας ξανά πως το casusbelli για την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 μίλια, συνεχίζει να ισχύει στο ακέραιο!
Έτσι ενισχύονται και εδραιώνονται τα χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις μιας Περιφερειακής δύναμης –όπως είναι η Τουρκία-,που αποτελεί τον περιφερειακό και μόνιμο ταραξία στην ευρύτερη περιοχή πουσυνίστανται στα εξής.
Μπορεί εν τέλει μέσω των οικονομικών πόρων και δυνατοτήτων της να αναγνωρίζεται από τους αντιπάλους και να γίνεται αποδεκτή -αδιάφορο ή όχι- ως η ηγετική δύναμη σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Αυτό το παράδειγμα της Τουρκίας ως χώρας (-με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, όπως επίσης οικονομική και γεωγραφική θέση) από τη μια και του αντίστοιχου μικρού σε μέγεθος -σε αριθμό του κράτους του Ισραήλ από την άλλη, είναι δύο τελείως διαφορετικά παραδείγματα κρατών -που εντελώςδυσανάλογα σε μέγεθοςκράτη- μπορούν να διαθέτουν ισχύ και παρουσία με επιρροή στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου,πρέπει να μας απασχολήσει, διότι έχει για τη χώρα μας το δικό της ενδιαφέρον…
Η Ελλάδα από την ίδρυσή του ΝΑΤΟ αποτελεί ιδρυτικό μέλος την βορειοατλαντικής συμμαχίας (έτος ίδρυσης το 1949), που ως αντίβαρο είχε συγκροτηθεί τότε, απέναντι στο Στρατιωτικό Σύμφωνο της Βαρσοβίας (το οποίο αποτελούσαν οι χώρες του ανατολικού συνασπισμού με επικεφαλής την τότε ΕΣΣΔ).
Έκτοτε το ΝΑΤΟ ως στρατιωτικός&επιθετικός οργανισμός των ¨δυτικών¨ κρατών λειτούργησε με πλήθος επεμβάσεων του σε τρίτες χώρες.
Από την ίδρυσή του στο ξεκίνημα με την εμπλοκή του στον πόλεμο της Κορέας το 1952, μέχρι τις πρόσφατες στρατιωτικές επεμβάσεις, στη διάλυση και την στρατιωτική του επέμβαση στην Γιουγκοσλαβία, τον πόλεμο του Ιραν-Ιρακ, στην Λιβύη, το Αφγανιστάν,τις χώρες της Μ. Ανατολής («Αραβική Άνοιξη») και σε πλήθος άλλων χωρών..
Στην ωμή όμως στρατιωτική επέμβαση των Τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο (το 1974), το ΝΑΤΟ απείχε πανηγυρικά και έκτοτε η Κύπρος παραμένει διχοτομημένη και υπό στρατιωτική κατοχή στην επιρροή και την ομηρία της Τουρκίας.
Από τότε η Τουρκία έχει αποκτήσει ¨ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση¨ ώστε να απειλή ευθέως την Ελλάδα, με διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις στην Θράκη και στο Αιγαίο, ενώ στην Κύπρο με την ανοικτή πολιτική της ¨Φιλανδοποίησης¨ που εφαρμόζει ανάγκασε τη νήσο στην επιβολή της περιορισμένης κυριαρχίας και έρμαιο ανά πάσα στιγμή στις ορέξεις της.
Μπορεί όποτε αυτή κρίνει ότι αυτό θα την ευνοεί,να υλοποιήσει-όπως η πρόσφατη ενεργός παρουσία της στην Ανατ. Μεσόγειο με την ανακήρυξη της ΑΟΖ με την Λιβύη και την ενεργότατη παρουσίας της σε εξορύξεις εντός των ορίων της Κυπριακής ΑΟΖ.
Η Ελλάδα και η Κύπρος όντας μέλη της Ε.Ε της ΟΝΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, (η Κύπρος δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ, αλλά σε καθεστώς ειδικών εγγυήσεων των 3 χωρών της Μεγ. Βρετανίας, (η τελευταία εκ των τριών που διατηρεί σημαντική στρατιωτική Βάση στην μεγαλόνησο), της Ελλάδας και της Τουρκίας), δεν φαίνεται να είναι ¨προστατευμένη¨ από την πολιτική του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών.
Στο ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ από την ίδρυσή του -αν και αποτελούν τα αδιαφιλονίκητα αφεντικά της συμμαχίας-, ακολουθούν την πολιτική της ¨ενεργητικής ουδετερότητας¨ προς την Τουρκία, που αυτή η πολιτική εξυπηρετεί θαυμάσια τα στρατηγικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Τουρκίας.
Η Ελλάδα ακολουθώντας μια τυφλή μονοδιάστατη ενδοτική πολιτική υποταγής στα ¨δυτικά¨ συμφέροντα με την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, έχει παραδώσει και εκχωρήσει διαδοχικά ισχυρότατες στρατιωτικές βάσεις σε διάφορα σημεία της Ελλάδας στους Αμερικανούς , (Σούδα, Άκτιο, Λάρισα, Αλεξανδρούπολη κ.ά.) οι οποίες ΗΠΑ με τη σειρά τους διαθέτουν ισχυρή και παγιωμένη επιρροή στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Οι πολιτικές ελίτ της χώρας μας στο σύνολό τους ακολουθούν συστηματικά ως στρατηγική τουςτην προσπάθειά να αντισταθμίσουνκαι να αναχαιτίσουντις εμφανείς πιέσεις και απειλές της Τουρκίας, υποχωρώντας και διολισθαίνοντας διαρκώς στην επιθετική πολιτική, σε όλο το εύρος των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.Έτσι συνεχίζουν να ακολουθούν την πάγια εθελόδουλη Αμερικανόφιλη και ΝΑΤΟΪΚΗ πολιτική, ελπίζοντας ότι αυτό θα εγγυηθεί τα εθνικά της συμφέροντα και την εδαφική ακεραιότητά της..(Βλέπε τα πρόσφατα σύμφωνα στρατιωτικής συνεργασίας με Γαλλία καθώς και τη νέα υπογραφή της αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ)
Είναι πρόσφατη η αναβάθμιση της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ-Ελληνικής κυβέρνησης, την οποία προώθησε και επέβαλλε η ¨αριστερή¨ κυβέρνηση του κ. Τσίπρα και εξέπληξε ευχάριστα τους πιο ακραίους κύκλους της ελληνικής Δεξιάς.
Αυτή η Δεξιά αποτελούσε και αποτελεί την πιο δουλική και φιλοαμερικάνικη πολιτική παράταξη στη χώρας, που μονοδιάστατα συνεχίζει την αντεθνική πολιτική της..
Οι τελευταίες δηλώσεις από την επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ ήταν εξίσου ¨δουλικές και προβλέψιμες¨ οι οποίες έγιναν δημόσια παρουσία και του πρώην προέδρου Ντ. Τράμπ, που επικύρωναν την συνέχιση αυτής της υποταγής και στρατηγικής υποτέλειας.
Η ισχυροποίηση του ρόλου του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ αποτελούσε την κορωνίδα και της περιόδου διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα που ενίσχυσαν την παραπέρα στρατιωτική και πολιτική εξάρτηση της χώρας, ενώ η διακηρυγμένη προγραμματική φιλοΝατοϊκή πολιτική του κ. Μητσοτάκη τον καθιστούσε απόλυτα ¨συνεπή ως προς την πολιτική του καταγωγή, που εκπροσωπούσε το παραδοσιακό κατεστημένο της χώρας και εκπροσωπεί σήμερα ως κυβέρνηση της χώρας.
Ολόκληρη η διάρκεια της μεταπολίτευσης -από το 1974 έως τις μέρες μας –με εξαίρεση ίσως τις ισχυρές αντιστάσεις της πρώτης περιόδου της κυβέρνησης του Ανδ. Παπανδρέου,της πρώτης 5ετίας– μπορούν να χαρακτηρισθούν ως στρατηγικά ενταγμένες στην ακόμα μεγαλύτερη ισχυροποίηση των φιλοατλαντικών και φιλονατοϊκών κύκλων, την ενίσχυση τελικά της εγχώριας στρατιωτικής και πολιτικής ελίτ της χώρας σε αυτήν.
Δυστυχώς σε αυτές τις δυνάμεις -ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους-προστέθηκαν πρόσφατα, με ισχυρή συνεπικουρία τμήματος της ¨ρεαλιστικής αριστεράς του Σύριζα¨ που κυβέρνησε πρόσφατα τη χώρα, και τμήματα των προοδευτικών δυνάμεων της πατρίδας μας.
Τούτων δοθέντων μπορεί εύκολα και αβίαστα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι,
«η διατύπωση μιας προοδευτικής, πατριωτικής και εθνικά συμφέρουσας πολιτικής γύρω από την παραμονή της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να τίθεται ούτε ως εθνικά αναγκαία αλλά ούτε καν ως εθνικά συμφέρουσα, σε μια προοπτικήαναζήτησης εναλλακτικής στρατηγικής για τη χώρα».
Είναι φανερό ότι η διατύπωση ενός εναλλακτικού προοδευτικού εθνικού σχεδίου απεμπλοκής της χώρας απαιτείται να διατυπωθεί για τον (σταδιακό) απεγκλωβισμού της χώρας από τους επιθετικούς ΝΑΤΟΙΚΌΥΣ σχεδιασμούς και τις ΗΠΑ.
Απαιτείται η διατύπωση ολοκληρωμένης στρατηγικής που πρέπει να ενταχθεί σε ένα συνολικό εναλλακτικό προοδευτικό στρατηγικό προσανατολισμό, με την σταδιακή απεμπλοκή καταρχήν από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας, -εφόσον όμως ισχυροποιηθεί το ¨εσωτερικό μέτωπο της οικονομίας¨ και ενισχυθεί η Εθνική Λαϊκή Ενότητα & Αυτοπεποίθηση του Λαού, στην προοπτική ανάκτησης της Ανεξαρτησίας της χώρας.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να υπάρξουν προτεραιότητες με επεξεργασμένες και μεσοπρόθεσμες πολιτικές ενίσχυσης της εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας, τη μεταφορά οικονομικών πόρων και προγραμμάτων που θα προωθούν έμπρακτα την παραπέρα απεξάρτησή με την ενίσχυση τηςαμυντικής βιομηχανίας χώρας, από τους φιλοατλαντικούς μηχανισμούς και την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ.
Η Βιομηχανική Άμυνα της χώρας είναι η πρώτιστη προτεραιότητα στην υπογραφή στρατιωτικών συμβολαίων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων της στρατιωτικής βιομηχανίας. (π.χ. ΕΑΒ, ΕΛΒΟ με επανακρατικοποίηση τους, είναι από τα πρώτα σημαντικά βήματα για την υλοποίηση μιαςεθνικής στρατηγικής στην Άμυνα.
Το Προσφυγικό- Μεταναστευτικό ως ισχυρή παράμετρος ενίσχυσης των αποσταθεροποιητικών σχεδίων της Τουρκίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η απαράδεκτη και αποσπασματική πολιτική της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό την οδήγησε –με την ενεργητική άρνηση και υπονόμευση των χωρών του Βίζεγκραντ- τελικά στην ενίσχυση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας του Ερντογάν, που εκμεταλλεύτηκε από την πρώτη στιγμή με θαυμάσιο τρόπο την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού-Προσφυγικού προβλήματος, εντάσσοντας το στα αποσταθεροποιητικά και επιθετικά της σχέδια απέναντι στην Ελλάδα αλλά και την ίδια την Ε.Ε, από την οποία κατάφερε να αποσπάσει με τακτικές κινήσεις σημαντικά οικονομικά και πολιτικά οφέλη.
Οι ηγετικές δυνάμεις της Ε.Ε –με σημαντική ευθύνη της Γερμανίας-, κατάφεραν να καταστήσουν την Τουρκία σε ισχυρό παράγοντα στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού και να δώσουν την δυνατότητα στην παραπέρα εργαλειοποίηση και ενίσχυση της επιθετικής και επεκτατικής της πολιτικής, ασκώντας δυσβάσταχτες πιέσεις στη χώρα, επιδιώκοντας την πλήρη αποσταθεροποίηση της.
Οι εξελίξεις στο μέτωπο αυτό άπτονται ισχυρών παραμέτρων που μπορούν να αποτελέσουν το επόμενο διάστημα ως το ισχυρό όπλο της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας.
Γι’ αυτό, απαιτείται άμεσα η αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής για το Μεταναστευτικό-Προσφυγικό, με την κατάργηση των συμφωνιών του Δουβλίνο Ι & ΙΙ, την αφαίρεση από την Τουρκία της δυνατότητας της να ασκεί ισχυρές πιέσεις στην Ελλάδα και στην Ε.Ε, με την άμεση επικαιροποίηση και ριζική αναθεώρηση της συμφωνίας για το Μεταναστευτικό-Προσφυγικό, μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης -Τουρκίας.
Όπως γίνεται φανερό εκ του αποτελέσματος της πολιτικής που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Πολιτική της Ένωσης για το Προσφυγικό, έχει οδηγήσει στην έκρηξη του Εθνικισμού, του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας στις χώρες της Ένωσης, ενώ οι εγχώριοι εθνικιστικοί και φασιστικοί κύκλοι ενισχύονται και στην ελληνική κοινωνία, η οποία συντηρητικοποιείται ραγδαία και επικίνδυνα και από το ζήτημα αυτό.
Από την άλλη πλευρά η Τουρκία του Εθνικιστή Ερντογάν παρουσιάζεται στη διεθνή κοινότητα διεκδικώντας το ρόλο του υπέρμαχου των ανοικτών συνόρων και της ενεργητικής υποστήριξης στο δικαίωμα των προσφύγων να μετακινούνται ελεύθερα, προβάλλοντας και ενισχύοντας την εικόνα της!
Δυστυχώς και σε αυτό το ζήτημα η χώρα μας και ο προοδευτικός πολιτικός κόσμος. βρίσκονται σε θέση άμυνας, υιοθετώντας τις εθνικιστικές, ξενοφοβικές και ρατσιστικές πρακτικές ισχυρών τμημάτων του Ελληνικού Εθνικισμού, που αναπτύσσεται εκμεταλλευόμενος τις εύλογες ανησυχίες του πληθυσμού –κυρίως των νησιωτικών περιοχών της χώρας- που ορθώς νοιώθει να απειλείται άμεσα, από την στρατηγική της Τουρκίας και την πολιτική της υποταγής της χώρας με την μετατροπή της σε ένα απέραντο hotspot.
Είναι μια πολύ σημαντική και κρίσιμη παράμετρος το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό με την προοπτική του,που άπτεται άμεσα της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και εθνικής άμυνας της, η οποία επιχειρείται να αμφισβητηθεί και να αξιοποιηθεί έντεχνα από την επιθετική και αποσταθεροποιητική στρατηγική της Τουρκίας, με τεράστιες όμως επιπτώσεις στην έξαρση του ¨εγχώριου ελληνικού εθνικισμού¨.
Η αλληλεγγύη των κρατών και ο νέος διεθνισμός μας απέναντι σε εξαθλιωμένα μεγάλα τμήματα του μεταναστευτικού-προσφυγικού πληθυσμού απειλεί να μετατρέψει προοδευτικούς λαούς όπως ο Ελληνικός- σε ξενοφοβικούς και ρατσιστές, με πρόσφατη την επανεμφάνιση ισχυρού εθνικιστικού και φασιστικού μορφώματος,να υπονομεύουν τη Δημοκρατία και μετακινούν την πολιτική ζωή σε συντηρητικότερες εκδοχές και κατευθύνσεις.
Θεσσαλονίκη, 27 Οκτωβρίου 2021
Δημήτρης Τεμουρτζίδης