του Γρηγόρη Ζαρωτάδη
Δεν νοούνται δρόμοι χωρίς προορισμούς, ούτε και προορισμοί χωρίς να ανοίξει δρόμος.
Ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχούν οι δρόμοι. Αυτοί που ενώνουν, που αποτελούν γέφυρες και διευκολύνουν συναντήσεις. Μα κι αυτοί που χωρίζουν, που ορίζουν αποστάσεις, συνιστούν όρια και αναδεικνύουν διεκδικήσεις.
Οι οικονομολόγοι ανακαλύψαμε σχετικά πρόσφατα, εκ νέου, τη σημασία των χωρικών αποστάσεων και ως εκ τούτου των δρόμων. Μετά από μια περίοδο όπου η εμμονή του τέλειου ανταγωνισμού παρέσυρε κάθε διάθεση εναλλακτικής λογικής που θα προσέγγιζε την πραγματικότητα, η οικονομική γεωγραφία ανέκαμψε, ίσως υπό το βάρος των ίδιων των συστημικών αλλαγών. Μαζί της αναιρέθηκε η εκνευριστική μα και σκόπιμη υπεραπλούστευση των νεοκλασικών και θυμηθήκαμε πως οι δρόμοι, εκτός από σημαντικοί είναι και πολυσήμαντοι, αναλόγως των ιδιαιτέρων επιδιώξεων όσων εμπλέκονται, ατόμων ή συλλογικοτήτων.
Η βασική σύγχρονη λειτουργία των δρόμων συνίσταται στο ότι ενώνουν αγορές εν γένει, αντί της περιοριστικής αντίληψης που θέλει τη γεωοικονομική, χωρική ανάλυση να αναπτύσσεται (απλά και μόνο) στη βάση της διακίνησης βασικών υλικών και καυσίμων. Οι διαδρομές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, παρότι αναμφίβολα σημαντικές, δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη διεθνοπολιτική δυναμική. Στον σύγχρονο διεθνοποιημένο καπιταλισμό, δεδομένης της εκθετικής εξέλιξης της παραγωγικότητας της εργασίας και της αναντίκριστης υπερσυσσώρευσης χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι πως παράγεις αλλά πως / που διακινείς.
Ο «δρόμος του μεταξιού» και το κινεζικό alter ego του, η στρατηγική «μια ζώνη – ένας δρόμος» (One Belt One Road – OBOR Strategy), οι εμπορικοί δρόμοι και οι κεφαλαιακές διαδρομές που ανοίγουν στο πλαίσιο της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης – CETA, TTIP – αποτελούν ακριβώς εκφάνσεις της διεθνούς διαπάλης για την αναδιάταξη των βασικών εμπορικών ροών, σε συνέχεια της παραγωγικής ανακατανομής που προηγήθηκε από τη δεκαετία του 1990. Καθώς διαμορφώνεται ο σύγχρονος διπολισμός με επίκεντρα αφενός τις ΗΠΑ και αφετέρου την Κίνα (χωρίς αυτό να αναιρεί βεβαίως τη δυναμική περιφερειακών κέντρων παραγωγικής δύναμης και πολιτικής εξουσίας) οι διαμορφούμενοι δρόμοι (επαν-) ενώνουν αγορές και διαχωρίζουν νέα, αντικείμενα συμφέροντα και επιδιώξεις.
Αυτές οι «τεκτονικές» συσσωματώσεις και οι διαγκωνισμοί δεν θα επηρρεασθούν από καμία εξέλιξη στο εποικοδόμημα, ούτε κι αν ακόμη πρόκειται για την αλλαγή διακυβέρνησης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι συστημικά προκαλούμενες τάσεις γεννούν προκλήσεις. Ειδικότερα για τη «γειτονιά»μας: το τόξο από τη Βαλτική, στον Εύξεινο Πόντο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή καθίσταται το βασικό πεδίο συνάντησης και συναγωνισμού των δύο πόλων που προαναφέρθηκαν (βλέπε τον χάρτη που ακολουθεί). Αποτελεί για μια ακόμη φορά στην ιστορία θέατρο των εξελίξεων, όπου διασταυρώνονται δρόμοι και διαδρομές και θυσιάζονται ζωές στο βωμό της μακροδιαμάχης. Κάθε άλλο παρά εντύπωση προκαλεί λοιπόν ότι συγκεντρώνει τα πιο καυτά σημεία της σύγχρονης διεθνούς διπλωματίας και τα δύο τρίτα των θυμάτων από πολιτικές / στρατιωτικές συγκρούσεις διεθνώς (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ και του Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη του Όσλο).
Η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά με τη σειρά της έλκεται αμφίπλευρα. Αυτές οι εκατέρωθεν ασκουμένες πιέσεις από τους δύο υπό διαμόρφωση πόλους σε συνδυασμό με την πρώιμη, βιαστική χωρική διεύρυνση και τις αν όχι διευρυνόμενες, τουλάχιστον παραμένουσες εσωτερικές ανισότητες και αναποτελεσματικότητες εντείνει το πολιτικό / οικονομικό «ξεχείλωμα» της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και οδηγεί (αν δεν υπάρξουν συνταρακτικές αλλαγές) μοιραία στην απόσύνθεσή της, ή στην καλύτερη περίπτωση στην «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων».
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η πολιτική δεν έχει νόημα. Το αντίθετο: η ρότα που χαράσσει και οι μανούβρες που κάνει ο καπετάνιος καθίστανται ακριβώς τότε πιο σημαντικές (και πιο δύσκολες) όταν το καράβι κινείται σε ένα ρεύμα ή σε μια καταιγίδα που δεν ελέγχεται.
Σε αυτό το διεθνές πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται να επιλέξει τους δρόμους που θα εμπλακεί και τους προορισμούς που θα ορίσει. Με άλλα λόγια καλείται να καθορίσει τη θέση της, το ρόλο της και τη στρατηγική της. Όσο κι αν αυτό δεν συνάδει με την τρέχουσα επιμένουσα πολιτική και κοινωνικοοικονομική κρίση στη χώρα – άλλωστε συνήθως έτσι τύχαινε – η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα ακόμη ραντεβού με την ιστορία της. Ο φύσει και θέσει ζωτικός χώρος της καθίσταται πάλι το επίκεντρο των συστημικών εξελίξεων και η χώρα οφείλει να ανταπεξέλθει στον ρόλο που της καθορίζεται. Ειδάλλως, αν δεν διαβάσουμε σωστά το ευρύτερο πλαίσιο και τις τοπικές ιδιαιτερότητες, αλλά κι αν δεν αναλογισθούμε σωστά τα χαρακτηριστικά μας, κινδυνεύουμε να κινηθούμε για μια ακόμη φορά αποσπασματικά, φλύαρα και αυτοκαταστροφικά, εξυπηρετώντας εν τέλει τις αλλότριες επιδιώξεις, από το εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα πρέπει να τολμήσει. Να διαβάσει σωστά τις διεθνείς μακροεξελίξεις, να μην εθελοτυφλεί απέναντι στην πραγματικότητα της ευρωπαϊκής κρίσης και των πολιτικών και οικονομικών αδιεξόδων του κοινοτικού οικοδομήματος, να αναδείξει τη θέση της χώρας (αφού πρώτα την αναγνωρίσει τεκμηριωμένα). Η Ελλάδα μπορεί και οφείλει:
Δεν αγνοούμε ότι τα παραπάνω σημαίνουν και συγκρούσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, ότι θα βρουν πολέμιους. Ούτε βεβαίως ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με τη σημερινή κατάσταση της χώρας που, σε συνέχεια της κορύφωσης της πολύπλευρης κρίσης, παραδίδεται από τις απροσανατόλιστες πολιτικές ηγεσίες της ως ειδική οικονομική ζώνη σε ξένα συμφέροντα, με μόνο αντίτιμο μια οικονομική μεγέθυνση εξαθλιωτική για το λαό, αλλά βεβαίως και την επιβίωση της ντόπιας πολιτικοοικονομικής νομενκλατούρας.
Τουναντίον, γνωρίζουμε ότι προϋποθέτουν την ανάκτηση μιας πολιτικής και οικονομικής βασικής αυτάρκειας και τη στοιχειώδη ικανότητα της εσωτερικής αναπαραγωγής ευημερίας και κεφαλαίου. Όμως αυτό ακριβώς είναι το μήνυμα: αφού αντιληφθούμε τους δρόμους που ανοίγονται, να καθορίσουμε τη δική μας ρότα με μόνο κριτήριο την ευημερία του λαού μας και των λαών της περιοχής, την κοινωνικά ισόρροπη και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη. Μόνο αφού προσδιορίσουμε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να πούμε ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ επενδύσεις θέλουμε, δημοσίου ή ιδιωτικών συμφερόντων, ποιες επιλογές θα κάνουμε στην άσκηση διεθνούς πολιτικής, που θα κατευθύνουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση, πως θα ανακτήσουμε και θα αναπτύξουμε τα δημόσια αγαθά, ποιες σχέσεις παραγωγής και διανομής πλούτου θα θέσουμε, πως θα συμβάλουμε εν τέλει στις αναγκαίες προοδευτικές ανατροπές, εντός και εκτός των συνόρων.
Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επστημών του ΑΠΘ και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Σοσιαλιστικής Προοπτικής.