Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση αποτελεί ένα πολύτιμο κεκτημένο των περισσότερων κοινωνιών και ένα αδιαμφισβήτητο μέσο εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων (/ & ευρύτερα μέσο κοινωνικής κινητικότητας). Το δεύτερο χαρακτηριστικό αναγνωρίζεται από τις περισσότερες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις, ακόμα και από τις πλέον συντηρητικές, παρά του ότι για ορισμένες από αυτές, η κοινωνική κινητικότητα ενός ατόμου εξαρτάται, κυρίως μόνο από τις προσωπικές ικανότητες και δεξιότητες. Πέραν αυτού, σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις αποτελεί ο βαθμός κοινωνικής παροχής της εκπαίδευσης. Για την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας θα πρέπει να ρυθμίζεται, ώστε οι εκπαιδευτικές παροχές να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Θα πρέπει λοιπόν η δωρεάν παροχή της εκπαίδευσης να λειτουργεί ως μία βαλβίδα, η οποία κατά καιρούς να κλείνει ή να ανοίγει έως ένα βαθμό. Το όριο αυτό εξασφαλίζει και τη σπανιότητα του συγκεκριμένου αγαθού, χαρακτηριστικό που επιτρέπει την μετέπειτα εμπορευματοποίηση του. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να πούμε πως ασφαλώς η εκπαίδευση θα πρέπει να συνδέεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κάθε οικονομίας, καθώς και με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της, όμως αυτό είναι κάτι το οποίο διασφαλίζεται διαφορετικά και όχι από τον ιδιωτικό χαρακτήρα της.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, με ιδιαίτερη εντατικοποίηση εντός της τελευταίας, βιώνουμε ολοένα και εντονότερα ενέργειες απαξίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, ως μέρος ενός πολυετούς στρατηγικού σχεδίου, με απώτερο σκοπό την πλήρη ιδιωτικοποίηση, εμπορευματοποίηση και τεχνοκρατικοποίηση της. Την επιτυχία υλοποίησης του σχεδίου αυτού, διασφάλισαν, αφενός η διεθνής εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού, ως αντίδραση στις επαναλαμβανόμενες συστημικές οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού, και αφετέρου η παγκόσμια υγειονομική κρίση, η οποία και δυσχεραίνει της προσπάθειες αντίστασης των άμεσα εμπλεκομένων στο Εκπαιδευτικό Σύστημα.
Αρχικά υπήρξαν ενέργειες υποβάθμισης της Δωρεάν Εκπαίδευσης, μέσα από την συνεχή υποχρηματοδότηση Τριτοβάθμιας Ανώτερης Εκπαίδευσης, η οποία άνοιξε και το δρόμο μιας αρχικής ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των Δημόσιων Πανεπιστημίων. Η υποχρηματοδότηση οδήγησε σε υποστελέχωση, γήρανση και ταχεία συρρίκνωση του μόνιμου διδακτικού προσωπικού, μετανάστευση των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain) ή /και εγκατάλειψη της ακαδημαϊκής τους σταδιοδρομίας. Όλα τα παραπάνω συντελούν στον φαύλο κύκλο της υποβάθμισης, καθώς επηρεάζουν δυσμενώς το ερευνητικό και το διδακτικό αποτέλεσμα του κάθε ιδρύματος.
Παράλληλα με τα παραπάνω παρατηρείται μία συστημική διαστρέβλωση του ρόλου του Πανεπιστημίου, ο οποίος περιορίζεται πλέον μόνο στην ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων. Για εμάς, ο ρόλος του Πανεπιστημίου είναι πρωταρχικά η ανάπτυξη νέας επιστημονικής γνώσης, η οποία θα μεταλαμπαδευτεί στους φοιτητές και μετέπειτα στην κοινωνία, συμβάλλοντας μετέπειτα/και παράλληλα στη διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή. Το δεύτερο ενισχύεται, μέσα από δομές του κάθε Ιδρύματος, οι οποίες προσφέρουν δραστηριότητες στήριξης των φοιτητών στην επαγγελματική τους αποκατάσταση, αλλά και συνεργασίες με επιχειρήσεις, κοινωνικούς εταίρους και άλλους ερευνητικούς φορείς. Αξίζει να τονιστεί, πως η παραπάνω διαστρέβλωση εντατικοποιήθηκε μετά και από την κατάργηση των ΤΕΙ, η οποία αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα της Τεχνικής-Επαγγελματικής και Τεχνολογικής εκπαίδευσης, σύνδεσμο της επιστήμης με την εφαρμογή και την παραγωγή. Να πούμε εδώ, πως παρατηρούμε ίδιες τακτικές. Προηγήθηκε η χρόνια υποβάθμιση της δημόσιας Τεχνικής-Επαγγελματικής και Τεχνολογικής εκπαίδευσης, οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο απόρριψης της από νέους και προτίμησης αντί αυτής, της Ανώτερης Ακαδημαϊκής Εκπαίδευσης, αγνοώντας τη μεγάλη ζήτηση στελεχών με εξειδικευμένες τεχνικές και επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες που υπάρχει στη χώρα. Συνέπεια των παραπάνω είναι η αδυναμία ανασυγκρότησης ενός παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, συμπορευόμενο με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και βασισμένο στην εξειδίκευση της ποιότητας αντί της παραγωγής βάση οικονομιών κλίμακας.
Με το νέο νομοσχέδιο, η παροχή ανώτερης δημόσιας τεχνικής εκπαίδευσης όχι μόνο δεν αποτελεί προτεραιότητα, αλλά περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσφέρεται μόνο ως «κατάρτιση» μέσα από τα ΙΕΚ.
Φυσικά, αυτή η στροφή εξυπηρετεί από πολλές πλευρές. Πλέον, δεν απαιτείται μόνιμη απασχόληση, αλλά ημιαπασχόληση του «περισσευούμενου» νέου επιστημονικού-διδακτικού προσωπικού, το οποίο μπορεί να συμπληρώσει έτσι τα πενιχρά του εισοδήματα, «αναβάθμιζοντας» τα ιδιωτικά ΙΕΚ και Κολέγια, μέσα από την προσφορά πλέον και επιστημονικής γνώσης και μάλιστα με το χαμηλότερο εφικτό κόστος.
Η κατάργηση της Δωρεάν Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο της «αναβάθμισης» των πτυχίων των Κολεγίων, σε συνέχεια της ψήφισης του νομοσχεδίου για το Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης. Μάλιστα, η ψήφιση του νομοσχεδίου πραγματοποιήθηκε, εν μέσω πανδημίας και φυσικής απουσίας των φοιτητών και πανεπιστημιακών από τα Πανεπιστήμια.
Το σχέδιο ολοκληρώνεται με το πρόσφατο νομοσχέδιο Κεραμέως– Χρυσοχοΐδη. Η κατάργηση της Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και η εξίσωση των πτυχίων των Κολλεγίων με τα πτυχία των Ανώτατης Επιστημονικής Εκπαίδευσης, συνοδεύεται τώρα από α) τον περιορισμό του αριθμού των αποφοίτων από τα ΑΕΙ και β) τον περιορισμό της συνταγματικά κατοχυρωμένης θεσμικής αυτοτέλειας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, ο οποίος επιτυγχάνεται μέσα από την μόνιμη αστυνόμευση των λειτουργιών του κάθε Ιδρύματος. Βούτυρο στο ψωμί πλέον των ιδιωτικών κολεγίων, καθώς η πελατεία τους θα αυξηθεί και μάλιστα θα «πουλήσουν» το παραγόμενο προϊόν τους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, απασχολώντας εξειδικευμένο φθηνό εργατικό δυναμικό. Η ρύθμιση απαξιώνει τα Δημόσια Πανεπιστήμια, προωθώντας ακόμα περισσότερο την μετέπειτα ιδιωτικοποίησης τους. Αυτός άλλωστε ήταν ο στόχος εξαρχής και η συγκάλυψη αυτού επισφραγίζεται με την εργαλειοποίηση της παραβατικότητας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και την προβολή αυτής ως ενός διαφορετικού, δύσκολα αντιμετωπίσιμου είδους εγκληματικότητας. Επιπρόσθετα, οι άνισες ευκαιρίες εκπαίδευσης ενισχύονται μέσα από μέτρα διεύρυνσης κοινωνικών ανισοτήτων, όπως την επιβολή ορίου φοίτησης, επιβαρύνοντας συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (άτομα χαμηλού εισοδήματος, μονογονεϊκές οικογένειες, νέες ή /και ανύπαντρες μητέρες κτλ.). Τέλος, Το νομοσχέδιο, σε συνδυασμό και με άλλα νομοθετήματα, όπως το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών και τις ρυθμίσεις μοριοδότησης των πτυχίων και μεταπτυχιακών στους διαγωνισμούς προσλήψεων δημοσίου, μέσω ΑΣΕΠ, έρχονται να υποβιβάσουν ολοκληρωτικά την αξία της δημόσιας Εκπαίδευσης.
Αντιστεκόμενοι στην παραπάνω κατεύθυνση, ζητάμε και επιδιώκουμε:
Οζούνη Ειρήνη, Διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών,
Μέλος του ΕΓ της Σοσιαλιστικής Προοπτικής