Η δολοφονία των δύο νεαρών «φρουρών» μπροστά στην είσοδο των γραφείων της Χρυσής Αυγής ήταν μια ορθολογικά σχεδιασμένη πολιτική δολοφονία με άμεσα αποτελέσματα. Μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα η οργάνωση είχε αποκτήσει στη φαντασίωση πολλών τμημάτων του πληθυσμού, όχι μόνο των νέων, εξωπραγματικά χαρακτηριστικά. Η εν ψυχρώ δολοφονία με επαγγελματικό τρόπο στο κατάλληλο τόπο, την κατάλληλη στιγμή αποτελεί ένα παράδειγμα πολιτικής δολοφονίας με απτά αποτελέσματα. Άσχετο αν η ενέργεια πραγματοποιήθηκε από ακροαριστερούς τρομοκράτες ή ενεργοποιήθηκε το «βαθύ κράτος» ή υπήρξε εμπλοκή και συμμετοχή ξένων υπηρεσιών ή, τέλος, συνδυασμός κάποιων από τους παραπάνω παράγοντες, το πολιτικό αποτέλεσμά της ήταν ακαριαίο. «Έσφιξαν οι κώλοι», κατά την αγοραία έκφραση και συμμαζεύτηκαν όσοι, κυρίως νεαροί, ερωτοτροπούσαν με την οργάνωση και τις πρακτικές της βίας που πρέσβευε. Άρχισαν να εξαφανίζονται από τη δημοσιότητα τα παντελόνια παραλλαγής, τα οποία από ενδυμασία αγροτών και κυνηγών, έτεινε να γίνει main stream look στα αστικά κέντρα. Η ελκτική δύναμη της οργάνωσης άρχισε να φθίνει με γοργούς ρυθμούς και μαζί της η προθυμία των παλαιότερων φίλων να υπερασπιστούν την μαντρωμένη ηγεσία τους. Μαζί της έφθινε και το κλίμα εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης το οποίο συντηρούσε η ακροδεξιά οργάνωση με τη βοήθεια μερίδας του καθεστωτικού τύπου και των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και του ιδιότυπου μεταχρονολογημένου αντικομμουνισμού ο οποίος είχε αναπτυχθεί εκείνη την περίοδο και συνεχίζει να αναζωπυρώνεται κάθε τόσο όταν ξεσπάει μια δημόσια αντιπαράθεση στο πολιτικό σκηνικό.
Θα προσπαθήσω να περιορίσω τις νύξεις μου στο κεντρικό επιχείρημά μου, οπότε κάποιες αναφορές σε άλλα ζητήματα, για την οικονομία του χώρου, θα είναι εκ των πραγμάτων ελλιπείς. Διατυπώνω εκ των προτέρων το συμπέρασμά μου για τη διευκόλυνση του αναγνώστη/ της αναγνώστριας: η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως απλής εγκληματικής οργάνωσης είχε ως στόχο την παράκαμψη της βασικής κατηγορίας η οποία αφορά την σχέση της εγκληματικής πρακτικής της με την πολιτική και ιδεολογία της. Αυτή η αποπολιτικοποίηση της δράσης και των εγκλημάτων της οργάνωσης είναι προϊόν «μαστορέματος» και άτυπου συντονισμού και σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων, της δικαστικής εξουσίας και της οργανικής διανόησης του τόπου. Οι επιμέρους δημόσιες αντιπαραθέσεις μεταξύ δεξιών και αριστερών πολιτικών παραγόντων και γνωμηγητόρων του τύπου και των ραδιοτηλεοπτικών και ηλεκτρονικών μέσων φενακίζουν την ομόθυμη σύγκλιση τους προς τον λυτρωτικό κοινό παρονομαστή: τον προσδιορισμό της Χρυσής Αυγής ως «εγκληματικής οργάνωσης». Η οργάνωση είχε γίνει αποδεκτή από την κοινωνική συνείδηση στο συντριπτικό εύρος της ως εγκληματική οργάνωση, πολύ πριν καταδικαστεί ως τέτοια. Υπό κάποια έννοια, ο όρος εγκληματική οργάνωση είναι ένας ευφημισμός για την συγκεκριμένη περίπτωση. Είχα διατυπώσει ήδη το 2013 αυτήν την άποψη θέλοντας να επισημάνω τον λανθασμένο προσανατολισμό στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Παραθέτω:
«Μια τελευταία παρατήρηση: ο χαρακτηρισμός «εγκληματική οργάνωση» δεν περιγράφει το μέγεθος του κινδύνου και της απανθρωπίας που εμπερικλείει το φαινόμενο: μοιάζει με εξωραϊσμό του – αυτού του είδους η παραφροσύνη κινείται πέραν πάσης συμβατικής αντίληψης για την εγκληματικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και τον ανθρώπινο πολιτισμό». [Όμηρος Ταχμαζίδης, Πολιτική ολιγωρία και ανάδυση της απανθρωπίας, Οκτώβριος 2013, «Διαδίκτυο»]
Πρώτη, όσο έχω επαρκή εποπτεία των γεγονότων, διεκδίκησε και, όπως φαίνεται από την κατάληξη των πραγμάτων, επέβαλλε τελικώς ως βασικό χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής εκείνον της εγκληματικής οργάνωσης, η ποικιλόμορφη άκρα αριστερά με τον έντονο ακτιβισμό στο δημόσιο χώρο («το δρόμο»). Αυτό λειτούργησε συγχρόνως και ως διέξοδος για το παλαιοκομματικό καθεστώς και το δικαστικό κατεστημένο του, που είχαν κυριευθεί από αμηχανία (ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ανδρέα Λοβέρδου, του οποίου οι δηλώσεις περί «αυθεντικότητας» του ελληνικού νεοχιτλερισμού παρερμηνεύονται κατά το δοκούν από τους «αντιπάλους» του) και προσπαθούσαν να τιθασεύσουν το φαινόμενο με τις παλαιοκομματικές τακτικές του προσεταιρισμού και της ενσωμάτωσης ( από εδώ και η περίφημη ρητορεία περί «σοβαρής Χρυσής Αυγής»). Η εγκληματική ιδεολογία της οργάνωσης και ο τρομοκρατικός χαρακτήρας της παρασιωπήθηκαν υπό το πρόσχημα του «κοινού» εγκληματικού χαρακτήρα της. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς εγκληματική οργάνωση, αν και μετήλθε και μετέρχεται πρακτικές εγκληματικών οργανώσεων. Τα εγκλήματα της είναι αποτελέσματα της ιδεολογίας της: ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η τέλεση εγκληματικών πράξεων δεν είναι ο σκοπός της οργάνωσης αλλά το μέσο προς τους πολιτικούς-ιδεολογικούς σκοπούς της. Η βία είναι μέσο για την κυριαρχία και τη βίαιη επιβολή της «αρχής του αρχηγού» σε όλη την ελληνική κοινωνία. Όλες οι μεμονωμένες πράξεις των μελών της Χρυσής Αυγής αποσκοπούσαν στην κατάλυση του πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και απανθρωπίας. Η βία και η τρομοκρατία στους δρόμους, το κυνήγι των μεταναστών, οι κακοποιήσεις και οι δολοφονίες, οι απειλές και οι πράξεις βίας κατά των Ρομά, οι νυκτερινές επιδρομές και η άσκηση βίας σε πάρκα όπου αναζητούσαν περιστασιακή ερωτική συντροφιά ομοφυλόφιλοι, η ασέβεια προς τους νεκρούς του Ολοκαυτώματος κ.α. ήταν έμπρακτη εκδήλωση του συνθήματος «να ξεβρομίσει ο τόπος». Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τους υποτιθέμενους ή και πραγματικώς διεφθαρμένους πολιτικούς του παλαιοκομματικού κατεστημένου.
Οι δικαστές παρέκαμψαν την ιδεολογική αποθέωση της βίας στον τρόπο σκέψης και δράσης των μελών της νεοχιτλερικής καρικατούρας με το μαστόρεμα της όλης υπόθεσης γύρω από τον χαρακτηρισμό «εγκληματική οργάνωση». Έτσι τροχιοδρομήθηκε η λήψη της απόφασης σε ένα τέτοιο πλαίσιο που δεν θα επέφερε κραδασμούς στο παλαιοκομματικό κατεστημένο, το παραλυμένο δικαστικό σύστημα και τον φορμαλιστικό νομικό πολιτισμό μας, ο οποίος ευρίσκεται στα πρόθυρα εμφράγματος, την ανώτατη εκπαίδευση που ανανεώνει τις αγκυλώσεις της ελληνικής κοινωνίας με την φορμαλιστική γνώση που παρέχει, τον τύπο και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία έχουν μετατραπεί σε εξαρτήματα κάθε είδους συμφερόντων.
Έτσι καταλήξαμε σε μια δικολαβίστικη απόφαση, η οποία εμπεριέχει και ένα στοιχείο ανεντιμότητας απέναντι στα θύματα. Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης «υποβαθμίζει» και τα θύματα σε θύματα μιας εγκληματικής οργάνωσης και όχι μιας εγκληματικής ιδεολογίας. Όχι, οι νεκροί σκοτώθηκαν από νεοχιτλερικά καθάρματα, από ναζί.
Τι δίκασαν σε αυτή την πολυετή διαδικασία; Ποιο το ερμηνευτικό πλαίσιο των μεμονωμένων περιστατικών; Πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο του νομικού πολιτισμού μας; Πόσο ευάλωτο είναι το δικαστικό σύστημα της χώρας;
Εάν η Χρυσή Αυγή ήταν κοινή εγκληματική οργάνωση τα στελέχη της δεν θα τσαλαβουτούσαν στα κείμενα του Παναγιώτη Κονδύλη ή στην «Παρακμή της Δύσεως» του Όσβαλντ Σπένγκλερ για να προσδώσουν κάποιο διανοητικό υπόβαθρο στο εγχείρημά τους. Αρκεί να ακούσει κανείς την ρητορεία του «αρχηγού» ή να διαβάσει ένα κείμενό του αναφορικά με την ιστορία και τον πολιτισμό για να αντιληφθεί ότι δεν είναι αρχηγός μιας συμμορίας του κοινού ποινικού δικαίου. Ο αρχηγός ήθελε να κινηθεί, όπως και το πρότυπό του ο Α. Χίτλερ, εκτός πάσης νομιμότητος και να «γράψει ιστορία». Και αυτή η εκτός νομιμότητος πορεία του είχε τεθεί σε κίνηση σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας πριν την σύλληψή του. Βασικό στοιχείο της πορείας αυτής ήταν η σχεδιασμένη χρήση της μαζικής βίας για την τρομοκράτηση των αντιπάλων και την απόσυρσή τους από τους χώρους του πολιτικού. Η συγκεκριμένη βία ασκούνταν στο πλαίσιο ενός συστήματος έλλογων μεσοπρόθεσμων σκοπών. Αλλά σε τελική ανάλυση η βία της Χρυσής Αυγής είχε ως απώτερο στόχο την κατάλυση του πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση ενός εγκληματικού καθεστώτος. Η βίαιη πρακτική της Χρυσής Αυγής αποτελεί συστατικό στοιχείο της τρομοκρατικής πολιτικής της, η οποία απορρέει από τις ιδεολογικές αρχές της. Και η πολιτική τρομοκρατία στην ελληνική δημοκρατία αντιμετωπίζεται με τις διατάξεις του «τρομονόμου». Δυστυχώς το ελληνικό δικαστικό σύστημα, εκουσίως ή ακουσίως, εγκλωβίστηκε στον φορμαλισμό του…
Στο χώρο της πολιτικής τα πράγματα είναι χειρότερα. Η αριστερά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αναλώθηκε στην ανάδειξη του δήθεν «συστημικού» χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής, απέφυγε να αναμετρηθεί με την ιδιαιτερότητα του φαινομένου και την ακρότητα της πολιτικής και ιδεολογίας του, κυρίως λόγω άγνοιας επιστημονικής και ημιμάθειας των περισσότερων στελεχών της. Στο τέλος το σύνολο των αριστερών συντάχθηκε πίσω από την άποψη περί «εγκληματικής οργάνωσης» ανοίγοντας το δρόμο της «λύτρωσης» για τις δυνάμεις του παλαιοκομματισμού. Με την ηθική ενίσχυση του αριστερού δημόσιου λόγου οι παλαιοκομματικοί ανέλαβαν να παρακάμψουν το σημαντικότερο στοιχείο της υπόθεσης: το πολιτικό-ιδεολογικό υπόβαθρο ενός κόμματος αναγνωρισμένου από τον Άρειο Πάγο και με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Η μομφή της απλής «εγκληματικής οργάνωσης» απάλλασσε μεμιάς το χώρο της δεξιάς συντήρησης από τη βάσανο της αναμέτρησης της με τις ιδεολογικές συγγένειές της με το ακροδεξιό «μόρφωμα», όπως το ήθελε η ιδιόλεκτος της «αναίμακτης» απόρριψης του εκείνη την περίοδο. Και οι συγγένειες με την Νέα Δημοκρατία και την ομάδα Σαμαρά δεν περιοριζόταν στις ρηχές προσεγγίσεις του τύπου: «μια σοβαρή Χρυσή Αυγή… » κλπ. Οι συγγένειες αυτές σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν βάθος χρόνου και αφορούσαν την ουσία των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων του τόπου.
Δυστυχώς το καθεστώς του παλαιοκομματισμού με την αφελή συμπόρευση και τη συμβολή της αριστεράς όλων των εκδοχών της και όλων των πολιτών που διαθέτουν ακόμη μια αίσθηση δημοκρατικού καθήκοντος και συνταγματικού πατριωτισμού, μαστόρεψε μια δίκη, με πολιτικώς τηλεκατευθυνόμενο κατηγορητήριο, εις βάρος της σύντομης ιστορικής φάρσας, που ονομάζεται Χρυσή Αυγή. Αλλά και οι ιστορικές φάρσες θρέφονται ενίοτε από το αίμα αθώων και δεν πρέπει για αυτό το λόγο να τις υποτιμούμε…
Ως υπόμνηση και προτροπή για να αρπάξουμε στα χέρια μας το λόγο και το επιχείρημα και για να ασκηθούμε στον συνταγματικό πατριωτισμό, παραθέτω μια προειδοποίηση-προτροπή μου από το 2007 («Υλικά φιλοσοφικής γραφής», Θεσσαλονίκη), όταν διέβλεπα τη διόγκωση του φαινομένου και την σφοδρότητα με την οποία ερχόταν: «Όταν το παράλογο προπαρασκευάζει τη συλλογική ακοή για να προϋπαντήσει στο λιθόστρωτο το βηματισμό της χήνας, οι λέξεις οφείλουν να παρατάσσονται σαν οδοφράγματα σε εξεγερμένη πόλη».
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»