Η αλλαγή υποδείγματος στην παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Έχει αποφασιστεί και προωθείται συστηματικά από τις χώρες, οι οποίες δίνουν τον τόνο στο βηματισμό του πλανήτη. Οι υπόλοιπες χώρες, άλλες νωρίτερα, άλλες αργότερα θα ακολουθήσουν. Ο ιστορικός ανεμοδείκτης δείχνει προς την κατεύθυνση των λεγόμενων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Δεν είναι τυχαίο ότι παγκοσμίως ο κοινός παρονομαστής σε όλες τις μορφές του κυρίαρχου λόγου είναι η κλιματική αλλαγή.
Αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι θα απαλλαγούμε οριστικώς από τους φυσικούς καταναγκασμούς και την εξάρτησή μας από τη φύση. Και οι λεγόμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργούν διάφορα περιβαλλοντικά προβλήματα και κινούνται στην ίδια λογική κυριαρχίας επί της φύσεως. Η ανάγκη μετάβασης σε ένα νέο υπόδειγμα παραγωγής ενέργειας, δε σημαίνει αυτομάτως ότι το νέο είναι ακίνδυνο, “καθαρό” και χωρίς προβλήματα για το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Η θετικιστική αυτή πρόσληψη των νέων τεχνολογιών είναι παραπλανητική και θα οδηγήσει σε πολλά μεσοπρόθεσμα προβλήματα περιβαλλοντικής φύσεως εάν ατονήσει η κριτική στάση των πολιτών απέναντι στα οικολογικά προβλήματα του πλανήτη. Μακροπρόθεσμα η απόκριση στο διαχρονικό πρόβλημα της σχέσης “ανθρώπου-φύσεως” βρίσκεται στον σοσιαλισμό, αλλά αυτό είναι άλλου είδους συζήτηση, η οποία δε θα μας απασχολήσει στο παρόν κείμενο. Συνεχίζουμε με τα πρόσκαιρα της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής καθημερινότητας.
Στη χώρα μας επιχειρήθηκε και επιχειρείται να στιγματιστεί κάθε είδους αντίδραση απέναντι στα προβλήματα που δημιουργούν οι εγκαταστάσεις παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως μορφή κοινωνικής οπισθοδρόμησης και ως ένα είδος πολιτιστικού επαρχιωτισμού, απροσάρμοστης συμπεριφοράς, πολιτικών εμμονών και βιοτροπικού φανατισμού. Πρόκειται για μια ακόμη εκδοχή του φαινομένου του τεχνολαϊκισμού και του δημόσιου λόγου του. Ένα χαρακτηριστικό φανέρωμα, για παράδειγμα, του διανοητικού επαρχιωτισμού και τεχνολαϊκισμού είναι το άρθρο του Θ. Π. Τάσιου με τίτλο “Το μίσος κατά της αιολικής ενέργειας” στην εφημερίδα “Καθημερινή” (07.06.2020). Είναι έκδηλο εδώ ότι ο δημόσιος λόγος του “συγγραφέα” και “ομότιμου καθηγητή του Ε.Μ.Π.” βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τον κυβερνητικό τεχνολαϊκισμό. [Βλ. το άρθρο μου “Ο τεχνολαϊκισμός θα καταστρέψει αμετάκλητα το ελληνικό τοπίο”]
Στο συγκεκριμένο όμως κείμενό μου δεν περιέγραψα απλώς κάποια χαρακτηριστικά του κυβερνητικού τεχνολαϊκιστικού λόγου, αλλά κατέγραψα και συγκεκριμένα προβλήματα οικολογικής φύσεως τα οποία συνδέονται με την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στην ύπαιθρο χώρα. Δε θα επανέλθω σε αυτό το ζήτημα, απλώς σημειώνω ότι διογκώνονται διαρκώς οι αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα σε σχέση με την “φύτευση” ανεμογεννητριών στην ύπαιθρο χώρα (είχα αναφέρει το πρόβλημα στην Αμοργό, προέκυψαν στη συνέχεια οι αντιδράσεις στην Λάρισα αναφορικά με τις σχεδιαζόμενες εγκαταστάσεις στον Όλυμπο και, φυσικά, οι αντιδράσεις στο Νυμφαίο της Φλώρινας). Από την άλλη νέα στοιχεία έρχονται στο προσκήνιο για τον επιβαρυντικό ρόλο των συγκεκριμένων τεχνικών εγκαταστάσεων στο περιβάλλον. Είμαστε ουσιαστικά στην αρχή μιας διαδικασίας, οπότε είναι φυσιολογικό να μαθαίνουμε με καθυστέρηση και μέσα από τις εμπειρίες και τις επιστημονικές έρευνες για τις αρνητικές επιπτώσεις από την εγκατάσταση των συγκεκριμένων “κατασκευών” στη φύση.
Οι πρώτες αρνητικές συνέπειες της παρουσίας των γιγαντιαίων εγκαταστάσεων σε φυσικούς χώρους με σημαντική πανίδα εκδηλώθηκαν στους πληθυσμούς συγκεκριμένων ειδών αρπακτικών πτηνών: αυτά εφορμώντας κάθετα από ψηλά όταν κυνηγούν εστιάζουν στο έδαφος και “παραβλέπουν” τα πτερύγια των ανεμογεννητριών. Στη Γερμανία, τόπο παραγωγής των συγκεκριμένων τεχνολογιών και χώρα όπου τοποθετήθηκαν από πολύ νωρίς ανεμογεννήτριες, καταγράφονταν από το 2002 οι απώλειες από προσκρούσεις αρπακτικών και άλλων πτηνών. Μόλις τα τελευταία χρόνια ωστόσο έγινε αντιληπτό ότι οι απώλειες ήσαν μεγαλύτερες από εκείνες που καταγράφονταν (η όλη διαδικασία είναι δύσκολη και η επιστημονική καταγραφή δεν είναι πλήρης) και έχει κτυπήσει συναγερμός στον επιστημονικό κόσμο και στις περιβαλλοντικές οργανώσεις για πολλά είδη αρπακτικών και άλλων πτηνών που θεωρούνται υπό εξαφάνιση. Η πρώτη απάντηση από το γερμανικό κράτος ήταν η δημιουργία ζωνών προστασίας για τα πτηνά με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Ο Θ.Π. Τάσιος στο άρθρο το οποίο μνημονεύσαμε προηγουμένως θεωρεί ότι η χώρα μας διαθέτει αυστηρότατο νομικό πλαίσιο. Αλλά η πραγματικότητα έρχεται κάθε φορά να μας υπενθυμίσει ότι αυτή προηγείται και όχι το όποιο τεχνικό-νομικό πλαίσιο σκαρφίζεται ένα επιτελείο τεχνοκρατών κάθε είδους. Δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σε ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο κάτι το οποίο δε γνωρίζουμε ακόμη. Το νομικό πλαίσιο “ρευστοποιείται” εκ των πραγμάτων και πρέπει διαρκώς να αναθεωρείται και να προσαρμόζεται. Ούτως ή άλλως ο νομοθέτης ακολουθεί πάντοτε με τη σχετική καθυστέρηση τη ροή των πραγμάτων και νομοθετεί σε αυτές τις περιπτώσεις για να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις μιας συγκεκριμένης παραγωγικής πρακτικής.
Αν τα ανθρώπινα ακολουθούν μεταβαλλόμενες τροχιές, στην υπόλοιπη ζώσα φύση οι τροχιές φαίνεται να είναι πιο σταθερές, σχεδόν αμετάβλητες. Έτσι τα πετεινά του ουρανού ακολουθούν τροχιές εκατομμυρίων ετών, των οποίων την τάξη έρχεται τώρα να διασαλεύσει ο άνθρωπος. Οι Γερμανοί, λεπτολόγοι σε ζητήματα προστασίας της πανίδας, ήλθαν αντιμέτωποι με τη μικρή διασάλευση της φυσικής τάξεως από την νέα ανθρωπογενή τεχνική δραστηριότητα στο φυσικό χώρο.
Σε ένα πάρκο ανεμογεννητριών το οποίο διέθετε όλες τις προδιαγραφές και επιτρεπόταν να λειτουργήσει κανονικά, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μετά από κάποια χρόνια εμφανίστηκαν εκεί κάποια ζεύγη προστατευόμενων πτηνών. Είχαν επιλέξει την περιοχή για το ζευγάρωμά τους. Και οι μεν Γερμανοί επιστήμονες σκαρφίστηκαν κάποιες πιθανές λύσεις για την απομάκρυνση των πτηνών από τις “επικίνδυνες” περιοχές, αλλά στην Ελλάδα είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε περιοχές όπως η νοτιοδυτική πλευρά του Ολύμπου (από όπου κρατάει ένα μέρος της φύτρας μου) ή οι περιοχές του Νυμφαίου στη Φλώρινα ή όπου άλλου στην ηπειρωτική Ελλάδα θα έχουμε μαζικές απώλειες και εξαφανίσεις σπανίων ειδών (αρπακτικών) πτηνών.
Σε σχέση με αυτή τη συνάφεια υπάρχουν και κάποιες θετικές ειδήσεις: τεχνικώς είναι δυνατόν να κατασκευαστούν συστήματα, το οποία θα συμβάλλουν στην αποτροπή των προσκρούσεων και των θανάτων των πτηνών, αλλά έχουν ένα μειονέκτημα – είναι πολύ ακριβά. Ίσως κάποτε στο μέλλον βρούνε το δρόμο τους στη μαζική εφαρμογή. Αλλά αν δούμε από οικονομική και πολιτική σκοπιά αυτή την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περιπτώσεως και εάν τη γενικεύσουμε θα καταλήξουμε πολύ σύντομα σε μια παλιά αλήθεια της θεωρίας της εξάρτησης: η χώρα κινείται στην τροχιά, το δίαυλο, το “κανάλι” της μητρόπολης.
Με δεδομένο ότι αυτές οι τεχνολογίες θα βελτιώνονται διαρκώς, όπως συμβαίνει με όλες τις τεχνολογίες, οι χώρες της περιφέρειας οι οποίες στερούνται τεχνογνωσίας, θα αναγκάζονται να “εκσυγχρονίζουν” κατά καιρούς τα συστήματά τους. Σε αυτή τη σχέση εξάρτησης δε χρειάζεται να διερωτηθούμε ποιος θα είναι αυτός που θα καθορίζει τις τιμές (στην προκειμένη περίπτωση και τις τιμές του ρεύματος)…
Όμηρος Ταχμαζίδης