Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Ήλθε, είδε και απήλθε. Δε νομίζω ότι θα αλλάξει τίποτε περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Όσο δεν εμφανίζονται οι πολυεθνικές εταιρίες στην περιοχή, δε θα υπάρξει ιδιαίτερη ένταση στα ελληνοτουρκικά. Θα πορευόμαστε κατά τον γνωστό τρόπο. Άμα τη εκδηλώσει ενδιαφέροντος των πολυεθνικών θα σοβαρέψουν τα πράγματα. Και πιθανώς θα κινδυνεύσει η ειρήνη στην περιοχή. Οι πόλεμοι δε γίνονται για “άκαρπα” χωράφια και άσχετες βραχονησίδες. Υπάρχει ενδεχόμενο να εμφανιστούν [συγκεκριμένες] πολυεθνικές στα ύδατά μας; Ενδεχομένως να συμβεί και αυτό, αλλά προς το παρόν δε φαίνεται πολύ πιθανό…
Μετά από τούτη την σύντομη εισαγωγική παράγραφο θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω μια ενδεχόμενη εικόνα του μέλλοντος, η οποία απουσιάζει πλήρως από την οπτική του ελληνικού πολιτικού και διανοητικού κατεστημένου. Στη βάση μιας σειράς παρατηρήσεων θα προσπαθήσω να δώσω και ένα πλαίσιο ερμηνείας για τη νέα μορφή των εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος.
Σε παγκόσμια κλίμακα συγκεκριμένες πολυεθνικές εταιρίες αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα στα βάθη των θαλασσών. Από τις δυτικές ακτές της Αφρικής, έως την μακρινή σε εμάς Νέα Ζηλανδία, υπάρχει μια έντονη κινητικότητα για την εκμετάλλευση των θαλασσίων βυθών. Οι άβυσσοι των ωκεανών δεν είναι πλέον απροσπέλαστοι, χαρτογραφείται το ανάγλυφό τους, – μιλάμε για εκτάσεις πολλαπλάσιες της επιφάνειας της ξηράς – εντοπίζονται οι περιοχές με φυσικές πρώτες ύλες. Είναι προφανές ότι οι νέες συνθήκες δημιουργούν νέες εστίες έντασης και συγκρούσεων μεταξύ των κρατών –το κεφάλαιο, σε αντίθεση με το συνηθισμένο στερεότυπο, έχει πατρίδα και οι πατρίδες των συγκεκριμένων κεφαλαίων φροντίζουν να διασφαλίσουν τη μελλοντική ισχύ τους υποστηρίζοντας τη δραστηριότητα των πολυεθνικών εταιριών τους – κάτι που έχουμε δει άλλωστε στις πρόσκαιρες προστριβές μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών για το βυθό του αρκτικού πόλου ή στην περίπτωση της σύγκρουσης μεταξύ Ιαπωνίας και Νοτίου Κορέας.
Η σταθερή, εδώ και χρόνια, παρουσία του στρατιωτικού ναυτικού των ΗΠΑ κατά μήκος των ακτών όλης της δυτικής Αφρικής φανερώνει ότι τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της περιοχής, αλλά και άλλες πρώτες ύλες, εξανάγκασαν την αμερικανική υπερδύναμη να μεταφέρει ένα μέρος των στρατηγικών επιλογών της στη συγκεκριμένη περιοχή, λόγω του πλούτου των βυθών της. Με τις ίδιες πιθανώς σκέψεις οι στρατηγικοί σχεδιαστές μιας περιφερειακής δύναμης, όπως η Βραζιλία, ενισχύουν το ναυτικό της χώρας με αγορές νέων υποβρυχίων. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας γενικότερης τάσης παγκοσμίως, τι μπορεί να σημαίνει η είδηση(αδιάφορο αν είναι αληθινή ή απλώς κατασκευασμένη), ότι η Τουρκία θα προχωρήσει η ίδια στην κατασκευή δικών της υποβρυχίων;
Η γαλλική πολυεθνική TOTAL δραστηριοποιείται με μεγάλη επιτυχία για πάνω από δεκαπέντε χρόνια στα θαλάσσια ύδατα της Αγκόλα. Η χώρα της νοτιοδυτικής Αφρικής έχει αποκτήσει μια διακριτή θέση πλέον στη λίστα των πετρελαιοπαραγωγών χωρών στον κόσμο. Αυτό, το οποίο ακόμη και στη δεκαετία του 1990, εθεωρείτο πολύ δύσκολο, έχει γίνει πραγματικότητα: η άντληση πετρελαίου από μεγάλα βάθη των θαλασσών. Κινητικότητα υπάρχει και κάτω στην Νέα Ζηλανδία και σε περιοχές βορείως της Αυστραλίας: τα υποθαλάσσια εδάφη σε μεγάλα βάθη αποδεικνύονται οι νέες πηγές φυσικών πρώτων υλών. Και οι κυβερνήσεις των κρατών φροντίζουν να προλάβουν τις εξελίξεις: οι πολυεθνικές με τη σειρά τους είναι εκεί για να προσφέρουν τεχνολογία, κεφάλαια, δυνατότητες και, φυσικώς, όρους εκμετάλλευσης: γνωστά ονόματα, όπως η γαλλική Τotal, η British Petroleum (BP), η Nautilus Minerals.
Κάποια στιγμή στο παρελθόν ο πρωθυπουργός της χώρας Αλέξης Τσίπρας ανέφερε ότι στην θάλασσα δεν υπάρχουν σύνορα και αμέσως έγινε αντικείμενο αρνητικών σχολιασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, αυτή η ρήση, δεν απέχει από την πραγματικότητα. Οι οριοθετήσεις των συνόρων στην θάλασσα δεν είναι τόσο ακριβείς όσο φαντάζεται κανείς και δε ρυθμίζονται όλα στην λεπτομέρειά τους. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Σε ποιόν ανήκει η θάλασσα; Οι νέες τεχνικές εκμετάλλευσης του εδάφους και του υπεδάφους των θαλασσών και από τη στιγμή που στους βυθούς ευρίσκονται διαρκώς νέες πρώτες ύλες, έχει φέρει όλα τα συναφή με αυτό ζητήματα στην πρώτη γραμμή της ατζέντας των πολιτικών σε όλον τον πλανήτη. Και αν νομίζει κανείς ότι όλα τα σχετικά ζητήματα έχουν τακτοποιηθεί από το διεθνές δίκαιο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ευρισκόμαστε ακόμη στις αρχές ενός νέου ξεκινήματος. Τα σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα στην θάλασσα είναι μια υπόθεση που εμφανίζεται μόλις τον 18ο αιώνα, τότε, που τα εθνικά κράτη άρχισαν να διεκδικούν δικαιώματα επί των θαλασσίων υδάτων. Και ως όριο, σύνορο, ορίστηκαν τα τρία ναυτικά μίλια από την στεριά, όσο δηλαδή έφθανε η βολή ενός κανονιού από την ακτή. Από εκεί και πέρα ήσαν διεθνή ύδατα. Η ρύθμιση αυτή δεν καταχωρήθηκε πουθενά γραπτώς, αλλά ίσχυσε ως εθιμικό δίκαιο. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, πολλά κράτη διεκδίκησαν τη διεύρυνση αυτής της δικαιοδοσίας στην θάλασσα, κυρίως για να διασφαλίσουν περιοχές πλούσιες σε αλιεύματα και δεν έλειψαν οι προστριβές και οι συγκρούσεις κρατών για αυτό. Ένα μοτίβο σε λογοτεχνικά κείμενα της περίφημης “λεσβιακής άνοιξης”, αλλά όχι μόνο σε αυτήν, είναι η παράνομη αλιεία Ελλήνων στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Την περίοδο αυτή, πάνω κάτω, είχε αρχίσει διεθνώς και ο ανταγωνισμός για τα κυριαρχικά δικαιώματα στην θάλασσα.
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κυριάρχησε στον ΟΗΕ η άποψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας διακανονισμός διεθνούς δέσμευσης στο ζήτημα των θαλασσίων συνόρων, αλλά έπρεπε να περάσουν άλλα τριάντα χρόνια για να καταλήξουμε στη Σύμβαση για το θαλάσσιο δίκαιο το 1982 (United Nation Convention for the Law of the Sea) και χρειάστηκαν άλλα δώδεκα χρόνια για να επικυρωθεί στα τέλη του 1994, αρχικώς από εξήντα κράτη του Οργανισμού, τα οποία πριν μια δεκαετία έφτασαν περίπου τα εκατόν εξήντα. Για να κατανοήσουμε την κατάσταση που επικρατεί στο ζήτημα της κυριαρχίας στη θάλασσα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το 65% των θαλασσών νομικώς δεν ανήκουν σε κανέναν. Είναι διεθνή ύδατα. Αλλά στο μέλλον αυτό το ποσοστό θα γίνεται όλο και πιο μικρό. Και αυτό διότι η Σύμβαση επιτρέπει σε όλα τα κράτη που υπέγραψαν, να μπορούν να επεκτείνουν τα κυριαρχικά τους δικαίωμα, ανά περίπτωση, μέχρι και σε απόσταση τριακοσίων πενήντα ναυτικών μιλίων (350) από την ακτή τους. Και αυτό συναρτάται με την απόσταση της υφαλοκρηπίδας, δηλαδή πόσο μακριά ευρίσκεται μέσα στη θάλασσα η περιοχή του βυθού, η οποία αποτελεί προέκταση της στεριάς. Και το ενδιαφέρον σε αυτή την ρύθμιση είναι το γεγονός ότι προβλέπεται κυριαρχία, όχι στα “ελεύθερα” ύδατα, αλλά στο υπέδαφος του βυθού: σε ότι ευρίσκεται πάνω και κάτω από το υπέδαφος του βυθού. Το ίδιο το νερό και τα ψάρια του συνεχίζουν να θεωρούνται διεθνής περιοχή, ενώ ο βυθός υπόκειται στην υψηλή κυριότητα του κράτους στον οποίο ανήκει, σύμφωνα πάντοτε με τις ρυθμίσεις της σύμβασης.
Δυνάμεθα να θεωρήσουμε ως απλή σύμπτωση το γεγονός ότι το γνωστό συμβάν στα Ίμια ακολούθησε μόλις έναν χρόνο και κάτι (Ιανουάριος 1996) μετά την επικύρωση της συγκεκριμένης σύμβασης από τον ΟΗΕ; Ποια τα παλαιότερα τυπολογικά χαρακτηριστικά των λεγόμενων τουρκικών προκλήσεων και ποια η ιδιαιτερότητα της πρόκλησης των Ιμίων; Αποτελεί το ζήτημα των Ιμίων μια περίπτωση σύγκρουσης παρελθοντικού ή μελλοντικού τύπου; Ότι δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο ποιος έχει δικαίωμα στους πόρους του θαλάσσιου υπεδάφους, φάνηκε από τη στρατιωτική σύγκρουση Ιαπωνίας – Νότιας Κορέας το 2006, η οποία πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας των ευρωπαϊκών χωρών, κατά συνέπεια, και της Ελλάδας. Μια παλιά διένεξη για την κυριαρχία επί ενός συμπλέγματος νήσων μεταξύ των δύο χωρών, έφερε τα δύο κράτη στα πρόθυρα πολέμου, μετά την ανακάλυψη ότι στο υποθαλάσσιο έδαφος τους ευρίσκονταν ένα υλικό, το οποίο θα διασφάλιζε ενεργειακώς την Ιαπωνία ή την Νότιο Κορέα για τριάντα περίπου έτη: ένυδρο μεθάνιο. Οι δύο χώρες της Άπω Ανατολής προπορεύονται παγκοσμίως στην έρευνα των υδρίδων μεθανίου. Το 1974 τα δύο κράτη είχαν συμφωνήσει στην επέκταση των χωρικών τους υδάτων στα διακόσια μίλια από την ακτή: κατά κάποιο τρόπο είχαν προγραμματίσει τη σύγκρουση. Παρόμοια προβλήματα υπάρχουν μεταξύ Ιαπωνίας και Ρωσίας, Ιαπωνίας και Κίνας, Ιαπωνίας και Ταϊβάν, Βιετνάμ, Κίνας και Φιλιππίνων, ακόμη και της Γερμανίας με τη Δανία (τόσο από την πλευρά της Βόρειας Θάλασσας, όσο και από την πλευρά της θάλασσας της Βαλτικής ) και, φυσικώς, η διένεξη της Μεγάλης Βρετανίας με την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Δανία (λόγω Γροιλανδίας) για μια μικρή βραχονησίδα στον Βόρειο Ατλαντικό, υπό την ονομασία Rockfall Island, στην ευρύτερη περιφέρεια της οποίας ευρίσκονται υποθαλασσίως μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Οι Βρετανοί, όπως και οι Γάλλοι, έχουν ανοίξει μέτωπα σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, λόγω των μικρών νησιών που έχουν στην κατοχή τους εξαιτίας του αποικιοκρατικού παρελθόντος τους: Βρετανία και Αργεντινή, Γαλλία και Βραζιλία, Γαλλία και Καναδάς κ.ο.κ.
Όσοι βλέπουν νέο-οθωμανισμούς και άλλα παρόμοια, πλανώνται οικτρώς: το μέλλον προδιαγράφεται αβέβαιο, γεμάτο σύνθετα προβλήματα και χρειάζονται μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή – δεν κηρύχθηκε ποτέ πόλεμος γιατί κάποιες ελίτ ή κάποιοι ηγέτες κινήθηκαν μόνο από ιδεολογικά ελατήρια, αυτά μόνο στο νου των ιδεοληπτικών και φοβικών διαδραματίζονται.
Υ.Γ.: Τα βασικά στοιχεία του κειμένου προέρχονται από την εξαιρετική μακρόχρονη δημοσιογραφική έρευνα της Sarah Zierul, ένα διαμάντι της λεγόμενης ερευνητικής δημοσιογραφίας, η οποία κυκλοφόρησε το 2010, υπό τον τίτλο “Der Kampf um die Tiefsee.Wettlauf um die Rohstoffe der Erde” [“Αγώνας για τα αβυσσαλέα βάθη. Ο ανταγωνισμός για τις πρώτης ύλες της υδρογείου”] ως βιβλίο, το 2010, από τις εκδόσεις “Hoffmann und Campe» (συνολικώς 350 σελίδες). Η έρευνα επικεντρωνόταν στις οικολογικές επιπτώσεις, που έχει η ραγδαία αύξηση της εκμετάλλευσης των θαλασσίων εδαφών και υπεδαφών σε μεγάλα βάθη. Και αυτή η πτυχή έχει ενδιαφέρον για την περίπτωση των ελληνικών θαλασσών και την ελληνική οικονομία (αλιεία, τουρισμός), αλλά δεν αφορούσε τη συνάφεια του συγκεκριμένου άρθρου. Ανάγνωσα το βιβλίο με την πρόθεση να αντλήσω κάποια στοιχεία για τις φιλοσοφικές μου έρευνες, γύρω από την ανθρωπογένεση και τη θαλάσσια καταβολή του είδους, αλλά εντόπισα μόνο ένα στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την φαρμακολογία (εδώ υπάρχουν δυνατότητες για τον συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο στη χώρα μας), αντιθέτως μου προκάλεσε μια σειρά από ερεθίσματα αναφορικώς με το μέλλον του Αιγαίου, των φυτικών και ζωικών οργανισμών του και των λαών που τυχαίνει να κατοικούν στα νησιά του και στις δύο πλευρές των στεριών του, από όπου και ο τίτλος του άρθρου, καθώς και για διάφορους προβληματισμούς που με ταλαιπωρούν σχετικώς με την επανάκτηση του Αιγαίου ως “συγκροτητικού στοιχείου” του ελληνισμού στην εποχή μας! Στο Αιγαίο, όχι των φωτολατρών και της εθνοκεντρικής ποίησης θα επανέρχομαι με διάφορα άρθρα μου, σε μια προσπάθεια αναπροσανατολισμού της δημόσιας ατζέντας στη πατρίδα μας.