Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η “Νέα Δημοκρατία”, το παραδοσιακό κόμμα της συντηρητικής Δεξιάς, έχει δυσκολίες στην εκπλήρωση του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο εθνικό κοινοβούλιο. Και αυτό φαίνεται να ανάγεται στα πρώτα χρόνια της παρουσίας της στα έδρανα της αντιπολίτευσης, μετά τη συντριβή της στην εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου του 1981, από το κόμμα του σοσιαλιστή Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε ένα άρθρο του στη “δεξιά” εφημερίδα της Αθήνας “Μεσημβρινή” (4-1-1983) ο βουλευτής Ιωάννης Βαρβιτσιώτης περιγράφει την πολιτική κατάσταση στη χώρα και την πιθανότητα πολιτικής κατάρρευσης της αριστερής κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά από δέκα πέντε μήνες στην εξουσία. Στο άρθρο, το οποίο φέρει τον μακροσκελή τίτλο “Παθητικός ο απολογισμός του 1982. Ζοφερές οι προοπτικές για το 1983”, ο βουλευτής της “Νέας Δημοκρατίας” βλέπει την “θολοσοσιαλιστική κυβέρνηση” της “Αλλαγής” να δέχεται και “νέα πλήγματα” και να ευρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: “η σύγχυση εξακολουθεί να αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της “Αλλαγής””.
Στη συνέχεια αφού ψέξει το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου για τις προεκλογικές υποσχέσεις του εκτιμά ότι μειώνεται η ισχύς της παντοδύναμης εκλογικώς κυβέρνησης, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί μια “σχετικά άνετη πλειοψηφία στη Βουλή”, που της “επιτρέπει κάποια πρωτοβουλία κινήσεων”, αλλά, σύμφωνα με την “γενική εκτίμηση” όπως αναφέρει ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, “δεν διαθέτει πια όχι αυτοδύναμη, αλλά ούτε καν σχετική πλειοψηφία στο λαό”. Ο βουλευτής της “Νέας Δημοκρατίας”, δεν επικαλείται κάποια δημοσκόπηση, δεν ήταν τότε άγνωστες οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο ήσαν περιορισμένες, με μειωμένη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και δεν είχαν αποκτήσει ακόμη τα σημερινά χαρακτηριστικά της προσπάθειας ολοκληρωτικής χειραγώγησης της, αλλά εικάζει στη βάση της πολιτικής ανάλυσης των δεδομένων της ιστορικής συγκυρίας και του πολιτικού αισθητηρίου του.
Αυτή η μειωμένη επιρροή στον λαό, θεωρείται και καταλύτης για τις πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες θα ακολουθήσουν, “καθώς περίτρομη η άλλοτε ισχυρή … κυβέρνηση υποχρεώνεται καθημερινά να συνειδητοποιεί ότι δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο, παρά μια σημαντική μειοψηφία του λαού…”. Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, δε διστάζει να δώσει και ποσοστά, ως προς την εκλογική προτίμηση, των Ελλήνων πολιτών μετά από δέκα πέντε μήνες στην εξουσία της περίφημης κυβέρνησης της “Αλλαγής” υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου: “Η Νέα Δημοκρατία παρά τις αδυναμίες της είναι, αναμφίβολα το ισχυρότερο κόμμα, με δύναμη άνω του 40% ή 42% στη λαϊκή βάση, το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί δεύτερο, σε μεγάλη πια απόσταση, και το δογματικό ΚΚΕ τρίτο”. Εκτιμά, μάλιστα, ότι “καθώς θα επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση, και ο λαός μας περισσότερο θα διαπιστώνει την αποτυχία του κυβερνητικού Κινήματος, η μείωση της δυνάμεως του ΠΑΣΟΚ θα συνεχισθεί”.
Αυτή η ελεύθερη πτώση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως τη φαντασιώνεται ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, περισσότερο επηρεασμένος από το κατ΄ επιθυμίαν σκέπτεσθαί του παρά από μια πολιτικώς ρεαλιστική εκτίμηση των πραγμάτων, δε φαίνεται να οδηγεί ακόμη τους ψηφοφόρους προς τη “Νέα Δημοκρατία” ή το ΚΚΕ, αλλά θεωρεί ότι αυτοί έχουν πλέον εγκαταλείψει το όραμα της “Αλλαγής” και δε θα επιστρέψουν πάλι στο ΠΑΣΟΚ. Είχε αρχίσει ήδη να διαδίδεται ευρέως στο δημόσιο λόγο ο χαρακτηρισμός “κοψοχέρης”, ο οποίος αφορούσε σε αυτούς τους ψηφοφόρους που δήθεν θα έκοβαν το χέρι τους, από τον να ψηφίσουν εκ νέου ΠΑΣΟΚ.
Ούτως προέκυπτε ως φυσικό επόμενο ότι σε πιθανή πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, υπό τέτοιες ευνοϊκές συνθήκες για τη “Νέα Δημοκρατία”, θα επέρχονταν συντριβή του κυβερνώντος σοσιαλιστικού κινήματος του Ανδρέα Παπανδρέου, και αυτό ακόμη και αν κινητοποιούνταν “κρατικά όργανα, πρασινοφρουροί και ερυθροφρουροί, και όση και αν [ασκούνταν] ψυχολογική βία, ιδίως στην επαρχία, το αποτέλεσμα δεν [ήταν] καθόλου βέβαιο ότι θα [καθιστούσε] δυνατόν να αλλοιωθεί μέχρι του βαθμού ώστε οι έσχατοι να έσονται πρώτοι”. Μάλιστα ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης προέβλεπε και αδυναμία εξαντλήσεως της κυβερνητικής τετραετίας: “η εν πολλαίς αμαρτίαις πρόωρα γηράσκουσα κυβέρνηση …, δεν δίνει σε κανέναν την εντύπωση ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να εξαντλήσει την τετραετία. Οι πιο αισιόδοξοι οπαδοί της τη βλέπουν να πλησιάζει την τριετία και ορισμένοι αμφιβάλλουν και γι΄ αυτό”.
Ο βουλευτής Αθηνών θεωρεί ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνησή του αντιμετωπίζουν πραγματικό πρόβλημα κατάρρευσης: “Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η περίπτωση εκλογικής αναμέτρησης συνδέεται, πάντως, για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ με τον εφιάλτη καταρρεύσεως”. Και μπολιάζει τούτη την εκτίμησή του και με μια δόση παραδοσιακού “δεξιού” αντικομουνισμού: “Οι ενδεχόμενες απεγνωσμένες κινήσεις μιας λαϊκά ανίσχυρης, αλλά και αδίστακτης κυβέρνησης, που υποτιμά ίσως τους κινδύνους του εναγκαλισμού με το ΚΚΕ, δεν είναι δυνατόν παρά να προκαλούν πολλούς φόβους και ανησυχίες”.
Το άρθρο, το οποίο επισημαίνει και το απροετοίμαστο της “Νέας Δημοκρατίας” απέναντι σε αυτή την υποτιθέμενη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, καταλήγει και ολοκληρώνεται σε μια καταστροφολογική λαϊκίστικη ρητορεία: “Επιβάλλεται περισσότερο να δραστηριοποιηθούμε, όχι μόνο για να κερδίσουμε τις προσεχείς εκλογές – που μπορεί να μην αργήσουν πολύ…- αλλά και για να σώσουμε κατόπιν με επιτυχία τη μάχη της ανασυγκροτήσεως του τόπου από τα ερείπια που το ΠΑΣΟΚ δεν έχει παύσει να σωρεύει”.
Η “Νέα Δημοκρατία” στο μεσοδιάστημα αναγκάστηκε να αλλάξει ηγέτη και παρόλα αυτά συνετρίβη στις εκλογές που ακολούθησαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επικράτησε του υποσχόμενου φθηνότερα Ι.Χ. αυτοκίνητα Κώστα Μητσοτάκη.
Από τους “κοψοχέρηδες” του παρελθόντος στη σημερινή ρητορεία περί “χειρότερης κυβέρνησης που γνώρισε ο τόπος” θα έλεγα ότι απέχουμε μόνο “ένα τσιγάρο δρόμο”. Οι ομοιότητες της σημερινής αντιπολιτευτικής πρακτικής της “Νέας Δημοκρατίας” απέναντι στην κυβέρνηση Α.Τσίπρα – Π. Καμμένου με εκείνη προς την κυβέρνηση της “Αλλαγής” υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρ΄ όλες τις κραυγαλέες διαφορές της ιστορικής συγκυρίας, των προσώπων και της διάταξης των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Κάποιοι δε μαθαίνουν ούτε και από τη “προχθεσινή” κομματική ιστορία τους..