Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
[Ομιλία στο μεταπτυχιακό τμήμα δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (υπεύθυνη καθηγήτρια Σοφία Γκαϊτατζή – Whitlock) την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012]
Καλησπέρα,
Ο δημοσιογράφος συλλέγει, αποθηκεύει και μεσιτεύει την είδηση στον αναγνώστη / ακροατή / θεατή.
Τρία πράγματα πρέπει να απασχολούν το δημοσιογράφο: α) να γνωρίζει το μέσο και τις δυνατότητές του, β) να μπορεί να σκέφτεται και ειδικότερα να σκέφτεται στη γλώσσα του μέσου και γ) να επιμορφώνεται διαρκώς ο ίδιος, γιατί αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τα δύο προηγούμενα.
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι αυτά είναι τα βασικά επαγγελματικά προσόντα τα οποία πρέπει να διαθέτει ο δημοσιογράφος. Υπάρχει και ένα τέταρτο από το οποίο εξαρτώνται αυτά τα «εξωτερικού τύπου» προσόντα, ένα προσόν «εσωτερικού τύπου»: ο δημοσιογράφος οφείλει να σέβεται την εργασία του, το επάγγελμα το οποίο ασκεί.
Θα αρχίσω από το τελευταίο: το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι συνυφασμένο με την περίφημη «αρχή της δημοσιότητας», την οποία αναφέρει ο Ιμάνουελ Καντ και η οποία συνδέεται με τη λειτουργία ενός σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων στην εργασία τους καθορίζει και το ποιόν ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Διότι, ακόμη και όταν δεν υφίστανται απαγορεύσεις, υπάρχουν προσκόμματα και κίνδυνοι. Οι δημοσιογράφοι, πολλές φορές τελούν υπό καθεστώς περιορισμού και καταναγκασμού : ωστόσο οφείλουν να διεκπεραιώνουν ευσυνείδητα τη δουλειά τους. Οι δυσκολίες δεν πρέπει να προβάλλονται ως άλλοθι για την απραξία, την αποσιώπηση και τη διαστρέβλωση γεγονότων και ειδήσεων.
Ο σεβασμός στο επάγγελμα και στην εργασία συνοδεύεται από το σεβασμό για μια σειρά πράγματα: πρωτίστως από το σεβασμό του εαυτού μας. Εάν κάποιος συμπεριφέρεται στον εαυτό του σα σκυλί, δε μπορεί να προσδοκά καλύτερη αντιμετώπιση του από τους άλλους, για να παραφράσω έναν αφορισμό του Νίτσε.
Η χώρα μας διανύει μια εξαιρετικώς δύσκολη περίοδο. Δυστυχώς υπάρχει κάτι ακόμη πιο θλιβερό από την οικτρή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει: δεν έχουμε πλήρη επίγνωση τι πραγματικά μάς συμβαίνει. Γιατί ότι συμβαίνει, συμβαίνει σε εμάς, όχι σε κάποιον τρίτο.
Παρόλα αυτά πράττουμε σα να αφορά η οικονομική καταστροφή και ο κοινωνικός ορυμαγδός τριγύρω μας κάποιους άλλους: για παράδειγμα τους πολιτικούς της χώρας. Και κανείς δεν αναφέρεται στο χαμηλό επίπεδο πολιτικού προβληματισμού στο οποίο κινείται η χώρα: άλλο πράγμα οι πολιτικοί μιας χώρας και άλλο πράγμα η πολιτική στη χώρα αυτή.
Η πολιτική είναι εξαιρετικώς περίπλοκο ζήτημα και δεν αφορά μόνο την κάστα των πολιτικών. Το ποιόν της εξαρτάται από πληθώρα λόγων. Ένας που μας ενδιαφέρει είναι εκείνος της ποιότητας της δημοσιότητας στη χώρα – τούτη αφορά και την εργασία του δημοσιογράφου.
Η πολιτική δεν είναι το άθροισμα των απόψεων και των διαφωνιών των πολιτικών, οι οποίοι δρουν στο πλαίσιο μιας δομής εξουσίας και μιας αντίστοιχης δομής δημοσιότητας.
Οι δημοσιογράφοι,«οργανικοί διανοούμενοι» μιας κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, κατά τη γκραμσιανή αντίληψη, έχουν τη δική τους θέση στο πλαίσιο τούτης της δημοσιότητας και του πολιτικού συστήματος. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι πολιτικοί, αλλά είναι μέρος της πολιτικής σε μια χώρα. Η δημοσιογραφική πράξη είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής πράξης: και εμφανίζεται κυρίως ως γλωσσική πράξη.
[Στη φιλοσοφία της γλώσσας υπάρχει ο όρος speech act στα αγγλικά, Sprechakt στα γερμανικά: ενέργεια της γλώσσας. Ο λόγος είναι είδος της πράξεως. – Για την έννοια της πράξης υπάρχει ένα άρθρο μου από μια εισαγωγή στο έντυπο μιας έκθεσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Ήταν η πρώτη, αλλά συγχρόνως και η τελευταία φορά έως τώρα στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία που πληρώθηκα με χρήματα κάποιου κρατικού φορέα – 500 ευρώ].Ο δημοσιογράφος παρεμβαίνει και διαμορφώνει την κοινωνική πράξη με το λόγο του. Δε θα πρέπει να μειώσουμε τη συμβολή, θετική ή αρνητική, του δημοσιογράφου για την πολιτική κουλτούρα μιας χώρας, για την πολιτική. Ακόμη και η ενασχόληση με τα πιο κοινότοπα και τετριμμένα, διαφέρει όταν γίνεται με προσήλωση και επιμέλεια.
Η δημοσιογραφία ως επάγγελμα και ο τρόπος άσκησής της είναι ζήτημα πολιτικής κουλτούρας. Και είναι άκρως θλιβερό το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι ακόμη και τούτη την ύστατη στιγμή αρνούνται να δούνε τις δικές τους ευθύνες στην κατρακύλα της χώρας: το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι ότι δε θέλει να ιδεί ότι είναι προβληματική. Μια μικρή λεπτομέρεια, αλλά σε παρόμοιες κρίσιμες στιγμές οι λεπτομέρειες και τα μικρά δείχνουν την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό. Η παρακμή της χώρας άρχισε από τα μικρά και τους ανθρώπους με τις «καλές προθέσεις». [«Πατριωτισμός» στο σκάνδαλο καλαμποκιού]
Ο Herrman Hesse σε ένα άρθρο του με τον τίτλο «Κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος» (“Beim Lesen eines Romans”) αναφέρεται στη σημασία των μικρών πραγμάτων για τη συγγραφική εργασία, αλλά και για την εργασία γενικότερα. Μετέφρασα το απόσπασμα από το κείμενο το οποίο γράφτηκε το 1933, εποχή κατά την οποία οι Νάτσι του Α. Χίτλερ έπαιρναν την εξουσία στα χέρια τους, γιατί θεωρώ ότι αφορά τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας την παρούσα στιγμή: «Η αρχή κάθε παρακμής είναι: να θεωρείς αυτονόητο το να παίρνεις στα σοβαρά τα σπουδαία και να μην παίρνεις στα σοβαρά τα μικρά πράγματα. Το να υπερτιμάει κανείς την ανθρωπότητα, αλλά να βασανίζει το προσωπικό εργασίας – ότι κανείς θεωρεί ιερά την πατρίδα ή την εκκλησία ή το κόμμα, αλλά κάνει την καθημερινή εργασία του άσχημα και τσαπατσούλικα, με αυτό αρχίζει κάθε διαφθορά. Εναντίον της υπάρχει μόνο ένα παιδαγωγικό μέσο: ότι κανείς θα πρέπει αρχικώς να παραμερίσει εντελώς για τον εαυτό του και για τους άλλους όλα τα λεγόμενα, σοβαρά και άγια πράγματα, όπως τα φρονήματα, η κοσμοθεωρία, ο πατριωτισμός, αντιθέτως θα πρέπει να στραφεί με κάθε σοβαρότητα στα μικρά και τα μικρότατα, στην υπηρεσία της στιγμής. Όποιος θέλει να διορθώσει το ποδήλατό του ή την κουζίνα υγραερίου σε έναν μηχανικό, δεν απαιτεί από τον μηχανικό αγάπη προς την ανθρωπότητα, ούτε πίστη στο μεγαλείο της Γερμανίας, αλλά τίμια εργασία και μόνο με βάση αυτή κρίνει κανείς τον άνθρωπο και καλά κάνει». [σ. 277]
Το βασικό επιχείρημα των συναδέλφων απέναντι στην άποψη η οποία επικεντρώνεται στο ζήτημα της ενάρετης άσκησης του επαγγέλματος – η αρετή είναι μια έννοια από την αρχαιότητα η οποία έχει λησμονηθεί ή έχει εγγραφεί σε μια απαρχαιωμένη ακραία εθνικιστική ιδιόλεκτο- είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν έχουν μεγάλη ευχέρεια και ελευθερία κινήσεων εξ αιτίας της επαγγελματικής τους εξάρτησης: τίποτε πιο αναληθές. Πρόκειται για μια υπεκφυγή – η οποία ναρκώνει τις όποιες αντιδράσεις ηθικής φύσεως με την ισχύ, την καταξίωση, το χρήμα: από τη φιλοσοφία του Εγέλου γνωρίζουμε την έννοια της αναγνώρισης, η οποία στην τρέχουσα περίοδο βλέπω να προσωποποιείται στο διευθυντή της «Καθημερινής» Αλέξη Παπαχελά, από την κοινωνιολογία του Pierre Bourdieu διαθέτουμε την έννοια του «συμβολικού κεφαλαίου», η οποία θα έβρισκε την εφαρμογή της σε διάφορους δημοσιογράφους που αποσκοπούσαν στην πολιτική, ενδεικτική είναι η περίπτωση του Κώστα Γκιουλέκα και της «δημοσιογραφικής» του σταδιοδρομίας και, φυσικά, από την “Theory of the Leisure Class” του Thorsten Veblen τη σημασία της κατανάλωσης γοήτρου, όπου την πρωτοκαθεδρία εδώ και κοντά τριάντα χρόνια έχει ο Πέτρος Κωστόπουλος.
Οι περιπτώσεις αυτές η κάθε μία για το δικό της λόγο διαμόρφωσαν μια δημοσιότητα η οποία έχει οδηγήσει την πολιτική της χώρας στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Έχω επίγνωση ότι το σχήμα είναι απλουστευτικό και ότι υπάρχουν δεκάδες διακλαδώσεις σχέσεων και υποδιαιρέσεων, αλλά θεωρώ ότι η αναγνώριση, η (πολιτική) ισχύς και το χρήμα είναι τρία βασικά στοιχεία για να ερμηνεύσουμε την πορεία προς το σημερινό αδιέξοδο.
Σκεφτείτε μόνο τις συνδηλώσεις που συνοδεύουν τις λέξεις: επώνυμος / επώνυμη, αυτοδημιούργητος πολιτικός και επιτυχημένος / επιτυχημένη.
Η γνώση λέει κάπου ο Νίτσε ότι είναι υπόθεση θάρρους. Η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα το οποίο απαιτεί θάρρος: και αυτό είναι μια αρετή. Το θάρρος δεν είναι αποκοτιά: αναμετριέσαι με τον ίδιο σου τον εαυτό και όχι με εξωτερικούς κινδύνους. Ακόμη, λοιπόν, και τούτη τη δύσκολη στιγμή μπροστά στο χάος της καταστροφής η ελληνική δημοσιογραφία αρνείται να επιδείξει το απαιτούμενο θάρρος: δειλή και αναποφάσιστη για το μεγάλο άλμα αναζητά από άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα. Αλλά δεν υπάρχει ένα πρώτο βήμα. Χρειαζόμαστε συντονισμό ενός νέου βηματισμού, μιας νέας πολιτικής κουλτούρας: μιας νέας δημοσιογραφικής κουλτούρας. Κουλτούρα, από το λατινικό ρήμα colere – καλλιεργώ, σημαίνει καλλιέργεια. Εκλείπει από τη γλώσσα μας πλέον η έκφραση ότι αυτός/αυτή είναι καλλιεργημένος/καλλιεργημένη. Δεν έχουμε καλλιεργημένους δημοσιογράφους και τούτο καταγράφεται στην χοντροκοπιά της ελληνικής δημοσιότητας.
Ο δημοσιογράφος ασχολείται με τη γλώσσα και η καλλιέργειά του αφορά στην καλλιέργεια της γλώσσας. Ο δημοσιογράφος δεν είναι λογοτέχνης: καλλιεργεί τη δημοσιογραφική γλώσσα. Και η δημοσιογραφική γλώσσα είναι η γλώσσα των μέσων, δεν είναι η γλώσσα του δημοσιογράφου: υπάρχει μια διαφορά στον τρόπο που έχω γράψει το σημερινό κείμενο για να σας το παρουσιάσω από ένα κείμενο το οποίο θα ήμουν υποχρεωμένος να γράψω για ένα μέσο, εφημερίδα, περιοδικό, δελτίο ειδήσεων κλπ.
Νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό τώρα γιατί ανέφερα ως πρώτη προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος τη γνώση του μέσου. Η γνώση τούτη σχετίζεται με τη χρήση της γλώσσας στο συγκεκριμένο μέσο. Ο δημοσιογράφος δεν είναι τεχνικός, για να γνωρίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες για την ποιότητα του ήχου, αλλά οφείλει να γνωρίζει για παράδειγμα τις τεχνικές της γραφής, της προφορικής εκφοράς του λόγου, τη χρήση της γλώσσας του σώματος κλπ. Και αυτά όλα ποικίλλουν από μέσο σε μέσο. Δεν ομιλούμε, όπως γράφουμε, δε γράφουμε όπως ομιλούμε. Δεν εμφανιζόμαστε με τον ίδιο τρόπο στο ραδιόφωνο – στην πραγματικότητα δεν εμφανιζόμαστε στο ραδιόφωνο, ο ακροατής δεν βλέπει κάποια εμφάνιση, αλλά ακούει μια φωνή- όπως εμφανιζόμαστε στην τηλεόραση. Δεν παρουσιάζουμε με τον ίδιο τρόπο μια είδηση, ένα θέμα στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Αναλογιστείτε το εξής απλό: μεταδίδεται η είδηση για κάποιο θάνατο από το ραδιόφωνο, η έκφραση του προσώπου του εκφωνητή είναι αδιάφορη, μόνο η χροιά της φωνής έχει σημασία, με την ίδια χροιά φωνής ανακοινώνεται από την τηλεόραση, αλλά ο εκφωνητής έχει ένα ιλαρό ύφος που τείνει προς το χαρούμενο. Η γλώσσα του σώματος ανατρέπει το περιεχόμενο της είδησης: οδηγεί σε αντιφατικά συναισθήματα τον ακροατή/θεατή. Ανεξάρτητα από τους λόγους, εσκεμμένους ή ηθελημένους, ο δημοσιογράφος αντιστρατεύεται στην πρόθεσή του. Εάν δε γνωρίζει τις διαφοροποιήσεις που επιβάλλει κάθε μέσο ξεχωριστά είναι ένας κακός επαγγελματίας, εάν το κάνει εσκεμμένα ή από αδιαφορία είναι ένας ανήθικος επαγγελματίας.
Ακούγεται κοινότοπο, αλλά δεν είναι. Είναι εξαιρετικώς δύσκολο. Ο λόγος βρίσκεται στο ρόλο του συμπλεκτικό συνδέσμου «και» στη λειτουργία των μέσων. Ο φιλόσοφος Peter Sloterdijk σε ένα από τα πρώιμα έργα του εκείνο της «Κριτικής του κυνικού λόγου» τονίζει το ρόλο του συνδέσμου «και» στο πλαίσιο του κυνισμού των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο σύνδεσμος και παρεμβάλλεται διαρκώς: δηλώσεις ενός πολιτικού και δηλώσεις ενός επιχειρηματία και το πάρτυ της κυρίας δείνα και η νίκη της ποδοσφαιρικής ομάδας και ο εμφύλιος πόλεμος στην τάδε χώρα και ο γάμος των τάδε αστέρων του Χόλυγουντ και ο αίθριος καιρός των επόμενων ημερών. Το και είναι δομικό στοιχείο των ειδήσεων και ο δημοσιογράφος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του μέσου. Παρατηρείστε την αμηχανία του κοινού σε περιπτώσεις όπου ο αρχισυντάκτης από απροσεξία τοποθετεί στη ροή μια είδηση η οποία βασίζεται στο στοιχείο της «καταστροφής, του αρνητικού» και μετά μια είδηση «σπανιότητας» και δη ευτράπελης: εκεί που ακούς για το αυτοκινητιστικό δυστύχημα με τα πολλά θύματα, μεταβαίνεις ξαφνικά στο κωμικοτραγικό γεγονός ας πούμε που συνέβη στο γάμο της τάδε ηθοποιού. Το και που συνδέει τη μια είδηση με την άλλη, σύμφωνα με τον Sloterdijk, χαρακτηρίζει τον «κυνισμό» των ειδησεογραφικών μέσων: ο κυνισμός αντιμετωπίζεται ως μέρος της κουλτούρας των μέσων.
Πρέπει να είναι ο δημοσιογράφος κυνικός, εφόσον το μέσο είναι κυνικό; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι ο δημοσιογράφος πρέπει να κάνει τη δουλειά του, όπως π.χ. κάνει και ο νεκροθάφτης τη δική του – για να παραμείνουμε σε ατμόσφαιρα κυνικού ύφους. Κάθε επάγγελμα καθορίζει μεγάλο μέρος της κοινωνικής συνείδησης ενός ατόμου: όποιος εργάζεται σε ένα μέσο το οποίο εξυψώνει τον κυνισμό σε πεμπτουσία της ειδησεογραφίας και της ενημέρωσης, είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα μεταβληθεί ο ίδιος σε κυνικό. Το κυνικό είναι το βασικότερο στοιχείο μεγάλου μέρους της ελληνικής δημοσιότητας: εάν θέσει κάποιος το ερώτημα με τι προσόντα τυπικά και ουσιαστικά χρησιμοποιεί στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ένας τηλεοπτικός δίαυλος έναν ακαλλιέργητο και ανίδεο άνθρωπο όπως ο Γιώργος Τράγκας, είμαι σίγουρος ότι η απάντηση θα περιέχει αρκετές δόσεις βιτριολικού κυνισμού.
Για να επεκτείνω και να διευρύνω λίγο την επιχειρηματολογία μου: μετά από δεκαετίες μιας πέρα για πέρα κυνικής δημοσιότητας μεγάλα τμήματα των πολιτών της χώρας αντιμετωπίζουν με απροκάλυπτο κυνισμό την καταστροφή της. Η ευκολία με την οποία εκστομίζουν τη φράση «ας χρεοκοπήσουμε» είναι ένδειξη κυνικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Είναι η στιγμή κατά την οποία αρχίζει κανείς να συμπεριφέρεται στον εαυτό του σα σε σκυλί.
«Γνωρίζω το μέσο» σημαίνει ότι προστατεύω τον εαυτό μου από την υποταγή μου σε αυτό: η σχέση μέσου και δέκτη είναι αμφίδρομη και όσο καλύτερα γνωρίζει ο δημοσιογράφος το μέσο στο οποίο εργάζεται τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να αποφύγει την τάση ομογενοποίησης στην οποία οδηγεί το μέσο τους συνεργάτες του.
Θα περάσω στη δεύτερη προϋπόθεση που έθεσα στην αρχή: ο δημοσιογράφος πρέπει να γνωρίζει τη γλώσσα και τη γλώσσα του μέσου στο οποίο εργάζεται.
Ο δημοσιογράφος θα πρέπει να διαθέτει επάρκεια στο χειρισμό της γλώσσας (στη γραπτή η την προφορική μορφή αναλόγως την περίσταση) και πολύ περισσότερο να μπορεί να αναλογίζεται τη γλώσσα του και τη γλώσσα των άλλων.
Υπάρχει μια γνωστή ρήση στην φιλοσοφία: η γλώσσα ομιλεί. Αντιλαμβάνομαι ότι ηχεί παράδοξα και ξενίζει ως έκφραση. Πρόκειται κατά βάση για ένα περιεκτικό νοήματος φιλοσοφικό λογοπαίγνιο: die Sprache spricht. Η έκφραση ανήκει σε έναν μεγάλο, όσο και αμφιλεγόμενο Γερμανό φιλόσοφο τον Martin Heidegger. Στα γερμανικά το λογοπαίγνιο είναι εμφανές. Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι ανάλογο εάν μεταφράζαμε το die Sprache spricht ως ο λόγος λέγει.
Κανείς θα μπορούσε να διερευνήσει διάφορες δυνατότητες τις οποίες παρέχει το συγκεκριμένο φιλοσοφικό λογοπαίγνιο. Θα περιοριστώ σε μια και θα τη συσχετίσω με την εργασία του δημοσιογράφου.
Η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ έχει εδώ και κάμποσες εβδομάδες μια σελίδα αφιερωμένη στο εσωκομματικό ζήτημα του ΠΑΣΟΚ, όπου γράφουν διάφορα στελέχη του κόμματος. Κάτω από το κάθε άρθρο αναφέρονται τα στοιχεία του συγγραφέα του. Επέλεξα το εξής: «Η Κατερίνα Φαρμάκη είναι βουλευτής Κορινθίας». [ ΤΑ ΝΕΑ, Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011]
Η πληροφορία την οποία μας παρέχει η πρόταση σε μια πρώτη ανάγνωση είναι σαφής: η συντάκτρια του άρθρου είναι βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου και πολιτεύεται στην εκλογική περιφέρεια της Κορινθίας.
Αλλά η γλώσσα λέει κάτι παραπάνω, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο από το προφανές: μια διάνοια εξασκημένη στην φεμινιστικού τύπου ανάγνωση κειμένων θα διέκρινε τα ίχνη πατριαρχικών αντιλήψεων ακόμη και σε μια τόσο σύντομη και απλούστατη πρόταση.
Η δεύτερη ανάγνωση της πρότασης καταγράφει το ανδροκρατικό πλαίσιο στο οποίο διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος, σε μια χώρα μάλιστα, όπου η καλή χρήση της γλώσσας, αυτό το περίφημο «μιλάει καλά ελληνικά» έχει πάρει φετιχιστικά χαρακτηριστικά, και αλλοιώνει ακόμη και τους κανόνες της γραμματικής χωρίς να υπάρχουν αντιδράσεις. Η συγκεκριμένη κυρία αναφέρεται ως βουλευτής παρότι είναι γυναίκα: η βουλευτής – πρόκειται για λάθος στη χρήση της γλώσσας. Τα ορθό θα ήταν βουλεύτρια. Εδώ ο λόγος λέγει (η γλώσσα ομιλεί) κάτι παραπάνω από αυτό στο οποίο αποσκοπεί ο φορέας εκφοράς του: και αυτό το οποίο λέγει εδώ η γλώσσα είναι ότι κάποια επαγγέλματα εξακολουθούν στο γλωσσικό συμβολικό επίπεδο να θεωρούνται αποκλειστικότητα των ανδρών. Η γλώσσα δηλαδή μας μιλάει για την πατριαρχική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας: για αυτό λέμε βουλευτής και όχι το ορθό βουλεύτρια, δικαστής και όχι δικάστρια. Πρόκειται για εστίες της πατριαρχικής κυριαρχίας, οι οποίες αποδέχονται τις γυναίκες στερώντας σε γλωσσικό επίπεδο το βασικό τους χαρακτηριστικό, ότι είναι δηλαδή γυναίκες. Στο χώρο της στόχασης το στερεότυπο απέναντι στις γυναίκες συνεχίζει να υπάρχει εφόσον υπάρχει ο φιλόσοφος, αλλά δεν υπάρχει η φιλόσοφη, απλώς έχει υποταχθεί στους πατριαρχικούς γλωσσικούς συμβολισμούς και εμφανίζεται ως η φιλόσοφος, παρότι οι παλαιότερες γενιές γνώριζαν τη σοφή γυναίκα και η λέξη υπάρχει ακόμη και σήμερα στη γλώσσα. Δε θα διανοούμασταν ποτέ να πούμε μια γυναίκα είσαι σοφός, αλλά μπορούμε να λέμε είσαι φιλόσοφος. Οι πατριαρχικές αντιστάσεις στη γλώσσα είναι περισσότερες από ό,τι φανταζόμαστε εκ πρώτης όψεως. Ευτυχώς μας μιλάει η γλώσσα και μας το λέγει με τραγελαφικό τρόπο: «τι περιμένεις ο οδηγός είναι γυναίκα». Θα έχετε ακούσει την πρόταση: εδώ δεν αλλάζει καν το άρθρο, δε γίνεται «η οδηγός». Ευτυχώς οι οδηγητές άφησαν περιθώριο στις οδηγήτριες – δε θέλω να υποθέσω ότι γίνεται αυτό από σεβασμό στη λεγόμενη Παναγία τη Λα-οδηγήτρια.
Ο δημοσιογράφος καθημερινώς οφείλει να αναμετριέται με τη γλώσσα και τη γλώσσα του. Η μεσιτευμένη ενημέρωση είναι γλώσσα: ο δημοσιογράφος είναι ένας μεσίτης του καθημερινού λόγου.
Περιορίζομαι μόνο στο λόγο και δεν επεκτείνομαι στις γλώσσες των μέσων γενικότερα για τις οποίες πρέπει να ενημερώνεται ο δημοσιογράφος και να τις κατέχει εάν θέλει να ανταποκριθεί με επάρκεια στην εργασία του.
Περνάω μετά τούτη τη γλωσσολογικού τύπου παρέκβαση στο τρίτο σημείο το οποίο επεσήμανα, εκείνο της διαρκούς επιμόρφωσης.
Ο δημοσιογράφος θα πρέπει να γνωρίζει. Για να μάθει να γνωρίζει θα πρέπει να ενημερώνεται. Θα πρέπει να μπορεί να προχωράει από την είδηση στην πληροφορία: «Μόνο η επεξεργασμένη είδηση είναι πληροφορία», ανέφερε πριν μια δεκαπενταετία ο φιλόσοφος von Weizsaecker. Ο δημοσιογράφος εάν θέλει να κάνει καλά τη δουλειά του θα πρέπει να μάθει να επεξεργάζεται τις ειδήσεις. Οι δυνατότητες είναι δυστυχώς περιορισμένες στην ελληνική δημοσιογραφία και τούτο αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημά της: η προχειρότητα, η έλλειψη εργασιακού ήθους, η ρηχότητα κλπ. είναι χαρακτηριστικά πρωτίστως έλλειψης μορφώσεως. Δεν εννοώ μόνο κάποιο πτυχίο, αλλά τη δυνατότητα να μπορεί κανείς να παρακολουθεί επαρκώς τις αλλαγές που συντελούνται στον περίγυρό του. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία έρευνα της προκοπής για τα φαινόμενα της φτώχειας: αν εξαιρέσουμε λόγους εργασιακού ήθους και αδιαφορίας, είναι προφανές ότι οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να εντοπίσουν τις θεματολογίες που συνδέονται με την κρίση και να τις μεταφέρουν στη γλώσσα του μέσου στο οποίο εργάζονται.
Κάθε μέσο εντάσσεται σε ένα σύνθετο και πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας, το οποίο σχετίζεται με το βιόκοσμο του σύγχρονου ανθρώπου. Πρώτιστη λειτουργία ενός μέσου είναι η αποθήκευση. Πριν από κάθε αποθήκευση προηγείται η «συλλογή», «συγκομιδή», «συγκέντρωση» του υλικού. Οι δημοσιογράφοι είναι οι «συλλέκτες» του. Προορισμός είναι η αποθήκευσή σε ένα μέσο – στο περιοδικό, την εφημερίδα, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το Διαδίκτυο.
Η συλλογή και η επεξεργασία του υλικού στη βάση ορισμένων κανόνων (βλ. τον ορισμό του Laswell) είναι η βασική εργασία του δημοσιογράφου. Και όλα αυτά αποθηκεύονται στο μέσο ή μεταποθηκεύονται σε άλλα μέσα – ψηφιοποίηση. Είναι προφανές ότι «κατευθυνόμαστε» και στον τομέα της πληροφόρησης σε εποχές «γιγαντιαίων αποθηκεύσεων». Κάθε αποθήκευση καθορίζεται από τη διαλεκτική σχέση «λιτότητας» και «σπατάλης». Ο δημοσιογράφος, συλλέγει, επεξεργάζεται, καταγράφει, η εφημερίδα, το μέσο, αποθηκεύει.
Από την έρευνα γνωρίζουμε – εσείς και εγώ- ότι η εμφάνιση νέων μέσων αναδιατάσσει το πλαίσιο της ενημέρωσης και της λειτουργίας των μέσων. Το ίδιο και οι διάφορες τεχνολογικές αλλαγές.
Το ίδιο γεγονός δεν είναι όμοια είδηση σε διαφορετικά μέσα. Σήμερα, η πληροφορία απαιτεί τη συνδυαστική χρήση περισσοτέρων μέσων. Είναι σα να κοιτάζεις ένα αντικείμενο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, το αντικείμενο είναι το ίδιο, αλλά εκείνο το κομμάτι το οποίο βλέπουμε δεν είναι το ίδιο.
Η ίδια η αντιμετώπιση της πραγματικότητας από τα διάφορα μέσα γίνεται αντικείμενο εξέτασης από άλλα μέσα: η επιμόρφωση του δημοσιογράφου στα μέσα και στη λειτουργία τους στο πλαίσιο μιας κοινωνικής τάξης είναι η πρώτη προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος με αξιώσεις. Δεν αναφέρομαι σε αυτό το οποίο αποκαλούσαν ακόμη και λίγα χρόνια πριν «επιτυχημένος» ή «επιτυχημένη», αλλά για εκείνο το θάρρος να αντιμετωπίζεις face to face τα επαγγελματικά και προσωπικά αδιέξοδα: το επάγγελμα είναι γεμάτο αδιέξοδα και στενωπούς τα οποία μόνο οι ανίδεοι δεν αντιλαμβάνονται. Κάποτε ο Neil Postman ανέφερε σε μια συνέντευξη του ότι οι δημοσιογράφοι οφείλουν να γίνουν φιλόσοφοι. Προφανώς και παραγνωρίζει ο Postman κάποια πράγματα: η δημοσιογραφική πληροφόρηση συνδέεται με την περιέργεια και όχι με το θαυμάζειν.
[Ο Heidegger περιγράφει τη σχέση της Neugier–περιέργειας με το θαυμάζειν στο κεφάλαιο: Das alltaegliche Sein des Da und das Verfallen des Daseins – Το καθημερινό Είναι του Εδώ και η έκπτωση της ύπαρξης. – “Die Neugier hat nichts zu tun mit dem bewundernden Betrachten des Seienden, dem θαυμάζειν, ihr liegt nicht daran, durch Verwunderung in das Nichtverstehen gebracht zu werden, sondern sie besorgt ein Wissen, aber lediglich gewusst zu haben. Die beiden fuer die Neugier konstitutiven Momente des Unverweilens in der besorgten Umwelt und der Zerstreuung in neue Moeglichkeiten fundieren den dritten Wesenscharakter dieses Phaenomens, den wir die Aufenthaltslosigkeit nennen. Die Neugier ist ueberall und nirgends. Dieser Modus des In-der-Welt-Seins enthuellt eine neue Seinsart des alltaeglichen Daseins, in der es sich staendig entwurzelt“. [Sein und Zeit, σ. 172 κ.ε.]]Ωστόσο, μια ευρύτερη παιδεία θα καθιστούσε το επάγγελμα λιγότερο αγχώδες, την επαγγελματική δραστηριότητα πιο ευχάριστη και ως αποτέλεσμα θα ακολουθούσε η βελτίωση της δημοσιότητας και η ανόρθωση της πολιτικής. Θα παρέμενε ανοικτό το ερώτημα της εκρίζωσης του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά τούτο είναι ένα ζήτημα για τους φιλοσόφους και όχι για τους δημοσιογράφους, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εκλαϊκεύουν φιλοσοφικές σκέψεις, προτάσεις και υποσχέσεις.
Με όλη την καλή θέληση για το επάγγελμά μας ισχύει απολύτως το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο μου Υλικά φιλοσοφικής γραφής: «Δημοσιογράφοι: Είλωτες του εφήμερου και των ψευδαισθήσεων του».
Παρόλα αυτά θεωρώ ότι η έντιμη αντιμετώπιση του επαγγέλματος, ο σεβασμός προς την ίδια την εργασία μας, η διεύρυνση της μόρφωσής μας, η ενάρετη συμπεριφορά μπορούν να ανοίξουν νέες δυνατότητες για την προσωπική μας σταδιοδρομία, αλλά και για κάτι σημαντικότερο, για την πορεία του τόπου. Εδώ ισχύει απολύτως η ακόλουθη φράση από την Theorie des kommunikativen Handelns του Juergen Habermas: «Για την κοινωνική εξέλιξη οι διαδικασίες εκμάθησης στον τομέα της ηθικής πρακτικής συνείδησης έχουν τη λειτουργία του βηματοδότη». [σ. 464]
Χωρίς να θέλω να σας απογοητεύσω δε διακρίνω καμία μεταστροφή στην ηθική πρακτική συνείδηση των μισογραμματισμένων Ελλήνων δημοσιογράφων και πολύ φοβούμαι ότι για πολλά χρόνια ακόμη η δημοσιογραφία θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πολιτικής μας και όχι οι πολιτικοί.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.