Η μνησικακία ως προπομπός της εξέγερσης των γερόντων; Αναφέρομαι στην προεκλογική εμπειρία της Θεσσαλονίκης. Παραθέτω τη δική μου εκτίμηση των πραγμάτων.
Κάποιοι επιχείρησαν να φέρουν την μετεκλογική κατάσταση στα μέτρα τους και, τώρα, προσπαθούν να καλλιεργήσουν την ψευδαίσθηση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα έχει επιπτώσεις στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Ωστόσο, τα “μέτρα” εκτίμησης της κατάστασης είναι πολύ χαμηλά από πολιτικής και ηθικής απόψεως. Και από τη σκοπιά της ικανότητας: η μνησικακία δεν είναι ίδιο ικανών και με αυτοπεποίθηση πολιτικών προσώπων. Αλλά η μεγάλη πολιτική απαιτεί και μια αντίληψη γενναιοδωρίας στα ανθρώπινα πράγματα. Κάποιοι φάνηκε ότι δεν την έχουν. Η μνησικακία τους υπερίσχυσε της λογικής.
Η πολιτική μνησικακία, αυτό το χαρακτηριστικό πολιτικών προσώπων με φθίνουσα πολιτική επιρροή και ευάλωτη αυτοπεποίθηση, λειτούργησε παραλυτικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Σε μια μάλιστα στιγμή που το momentum έδειχνε προς την κατεύθυνση της Άκρας Δεξιάς. “Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο”, θα αντιπαραθέσει ο κυνικός παρατηρητής των πραγμάτων. Αλλά η εκδικητική πικρία άφησε έκθετο έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο.
Εάν θέλουμε να ακριβολογήσουμε και να μιλήσουμε με όρους μάχης, η “λευκή απεργία”, εν μέσω μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, είναι ένα είδος “κοινωνικής προδοσίας”. Προδοσίας εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία αφέθηκαν για μια ακόμη φορά βορά στις ορέξεις της Άκρας Δεξιάς. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πως θα ήταν τα πράγματα εάν υπήρχε ευρύτερη κινητοποίηση, την τελευταία στιγμή, αλλά βέβαιο είναι ότι δεν κερδίζεις έναν αντίπαλο που προελαύνει αντιπαραθέτοντας μια κατάσταση διάλυσης, ένα πνεύμα ηττοπάθειας και μια προκλητική απουσία στην προεκλογική περίοδο δημιουργώντας, ορισμένες φορές, συνθήκες πολιτικής “μη-ορατότητας” για τον πολιτικό χώρο. Κάποιοι μικρόνοες απόντες από την εκλογική μάχη θα πανηγυρίζουν τώρα με την επιβεβαίωση της ισχύος των μηχανισμών τους, αλλά αν δεν έβγαιναν μπροστά οι τοπικές οργανώσεις και τα απλά μέλη και φίλοι του Κινήματος, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα. Όχι, δεν έδωσαν όλοι αυτήν την πολιτική μάχη!
(Οι υποψήφιοι και η παρουσία τους στον προεκλογικό αγώνα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση: ωστόσο, οφείλω να σημειώσω ότι αν υπήρχε η σχετική πολιτική γενναιοδωρία θα αναγνωριζόταν στον Νίκο Ανδρουλάκη, τουλάχιστον το γεγονός, ότι συγκρότησε ένα μάχιμο ψηφοδέλτιο αξιώσεων και θετικών εκπλήξεων).
Από την πρώτη στιγμή της επίσημης ανακοίνωσης της υποψηφιότητας του Γρηγόρη Ζαρωτιάδη, έγινα αποδέκτης – δε μιλάω σε πρώτο πρόσωπο από διάθεση αυτοπροβολής, αλλά για να δηλώσω την αμεσότητα της πληροφορίας- αρνητικών σχολίων από ανθρώπους του χώρου. Μόνιμη επωδός ήταν η φράση: “Δεν έπρεπε να κατεβείτε”.
Όπως μας βρίσκουν όλα τα σημαντικά πράγματα στη ζωή και δεν τα βρίσκουμε εμείς, έτσι και η αίσθηση της ευθύνης βρήκε και εμάς. Φυσικά και υπάρχουν προσωπικές φιλοδοξίες. Αλίμονο, αν δεν υπήρχαν. Κοινωνία χωρίς φιλοδοξίες και φιλόδοξους ανθρώπους είναι καταδικασμένη σe μαρασμό.
Η αίσθηση της ευθύνης μάς βρήκε μέσα από τον πολυκερματισμό του ευρύτερου χώρου, τη διαλυτική κατάσταση στους όμορους χώρους, την στενοκεφαλιά των παραδοσιακών αριστερών κομμουνιστικών και κομμουνιστογενών κομμάτων και ομάδων και για να γίνω λίγο πιο αιχμηρός και αλαζόνας – δυστυχώς σε παρόμοιες περιόδους κρίσης δεν μπορούμε να περιφρονούμε όλους τους ανθρώπους που αξίζουν την περιφρόνησή μας και πιστέψτε με ο τόπος έχει γεμίσει “μαλάκες” που στην πολιτική τούς έχουμε ανάγκη – μέσω της ασχετοσύνης και της άγνοιας των περισσοτέρων που παριστάνουν στην δημοσιότητα του χώρου τους καμπόσους.
Μακριά από εμάς κάθε είδους ελιτισμός. Βρισκόμαστε στην ακριβώς αντίθετη πλευρά. Παρότι προσωπικά θεωρώ ότι χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική και διανοητική ελίτ στη χώρα και στον ευρύτερο πολιτικό χώρο. Μια οργανική διανόηση υπέρ των λαϊκών τάξεων και ένα πολιτικό προσωπικό κατάλληλα καταρτισμένο. Να τελειώνουμε με τον αντιλαϊκό εμπειροτεχνισμό των μετριοτήτων και το μίσος τους προς τη “θεωρία”. “Η γνώση είναι δύναμη”, είναι ένα ιστορικό σύνθημα που έρχεται βαθειά από το παρελθόν του ευρωπαϊκού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος. Και δεν εννοεί την επισημοποιημένη γνώση των πτυχίων και των επιστημονικών διατριβών, όπως καμώνονται διάφοροι νεότεροι του χώρου παρασυρμένοι από την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού και της ελλαδικής του φλυαρίας περί “βιογραφικών”.
Τα εκλογικά αποτελέσματα έρχονται και παρέρχονται, ακόμη και οι εναλλαγές των κυβερνήσεων. Εκείνο που έχει σημασία στην παρούσα φάση είναι η ανάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά. Χρειάζεται μια ριζοσπαστική προσέγγιση των πραγμάτων. Ριζοσπαστική, υπό την έννοια του νεαρού Καρλ Μαρξ, δηλαδή την παρακολούθηση, την αναζήτηση, το “κατέβασμα” στη ρίζα των πραγμάτων. Και η ρίζα κάθε σοσιαλιστικού κινήματος είναι τα λαϊκά στρώματα.
Οπότε, αυτή τη στιγμή, πιο φρόνιμο θα ήταν να αλλάξει αμέσως η γενικόλογη αναφορά στην “κοινωνία” στο δημόσιο λόγο των στελεχών, παρά η ηγεσία του κόμματος. Αν οι νεότεροι διάβαζαν λιγάκι δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, θα αντιλαμβάνονται γιατί, ως σοσιαλιστής αρνιόταν το γενικόλογο όρο κοινωνία: Επειδή φενακίζει τις κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες. Από τα σπλάχνα της κοινωνίας προέρχονται άτομα σαν τον ανεκδιήγητο δήμαρχο του Βόλου, από τα σπλάχνα της κοινωνίας προέρχεται και το “τζετ-σετ” της Μυκόνου, από τα σπλάχνα της κοινωνίας προέρχεται και ο θεούσος δάσκαλος, αρχηγός του θρησκευτικού φονταμενταλιστικού κόμματος στη Βουλή των Ελλήνων, από τα σπλάχνα της κοινωνίας προέρχονται και οι διάφοροι μεταπράτες του οικονομικού γίγνεσθαι της πατρίδας μας κ.ο.κ..
Επιστροφή στον λαϊκό κόσμο. Αυτή είναι η απάντηση στο πολιτικό αδιέξοδο όλων των κομμάτων της ευρύτερης Αριστεράς. Σε όλο τον κόσμο. Και στον λαϊκό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση από κάθε άποψη, δεν είναι δυνατόν να εμφανίζεσαι με αντιφατικά πρόσωπα και εκδοχές, δηλαδή λίγο απ΄ όλα, επιτείνοντας την σύγχυση και την ανασφάλεια του. Επίσης δεν μπορείς να εμφανίζεσαι σαν ρεμπέτ ασκέρ όπου ο κάθε παλαιοκομματικός “παράγοντας” σηκώνει το δικό του μπαϊράκι. Σεβασμό στα γηρατειά, μπορούν να γίνουν πολύ ωραία για όσους τολμούν, κάθε τόσο, να κάνουν μια νέα αρχή (παραφράζω μια γνωστή ρήση του ιδιότυπου σοσιαλιστή Μάρτιν Μπούμπερ), σεβασμό και στις φιλοδοξίες των νεότερων, όταν αυτές “πατάνε” σε στέρεο έδαφος και εκφράζουν ένα συλλογικό – όχι μιας “κλειστής” μωροφιλόδοξης ομάδας – πρόταγμα. “Δεξιό” ή “αριστερό”, δεν έχει σημασία. Ένα σοσιαλιστικό, δημοκρατικό κόμμα αρχών μπορεί να αντέξει την ύπαρξη ιδεολογικοπολιτικών “πτερύγων”.
Ως “Σοσιαλιστική Προοπτική” θέλω να πιστεύω ότι θα κινηθούμε πέρα από την αυτοαναφορικότητα του ευρύτερου χώρου και στην κατεύθυνση της σύγκλισης των λαϊκών δυνάμεων. Έχοντας, συγχρόνως, πλήρη επίγνωση του καθοριστικού ρόλου που οφείλουν να διαδραματίσουν οι σοσιαλιστές και, κυρίως, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα και τα μέλη του στην κατεύθυνση μιας νέας προοπτικής για το λαϊκό και σοσιαλιστικό κίνημα. Αλλά αυτό είναι ένα ζητούμενο, το οποίο ελάχιστα συνδέεται με κάποια προτεραιότητα αλλαγής ηγεσίας στο Κίνημα.
Δεν μπορεί να υπάρξει αξιόπιστη πολιτική – ο λαϊκός κόσμος αντιδρά άμεσα και απορριπτικά κάτω και από την επίδραση της λογικής του “όλοι ίδιοι είναι” – όταν σε έναν φορέα “ο ένας περιμένει τον άλλο στη γωνία”. Έχει γεμίσει ο τόπος πολιτικά πτώματα και είναι, φυσικό, να κινούμαστε διαρκώς σε μολυσμένη πολιτική ατμόσφαιρα.
Η λύση είναι απλή: περισσότερη δημοκρατία… δημοκρατικότερο κόμμα.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΉΣ (www.sopro.gr)