Το δυστύχημα των Τεμπών θα μας στοιχειώνει για πολλά-πολλά χρόνια. Κάθε γενιά στον προθάλαμο της ενηλικίωσης σημαδεύεται από κάποιο γεγονός ή κάποια γεγονότα. Στη μνήμη των σημερινών εφήβων οι μαζικές αντιδράσεις αγανάκτησης και οργής θα ισοδυναμούν με την τελετουργία ενηλικίωσής τους. Αυτήν τη γενιά θα υποδεχτούμε και τυπικά στους κόλπους της Ελληνικής Δημοκρατίας στις φετινές εκλογές. Σε αυτούς και στους υπόλοιπους νέους και νέες οφείλουμε μια δημόσια εξήγηση. Ως δημόσιοι διανοούμενοι, ως εκπαιδευτικοί, ως γονείς, ως πολίτες. Οφείλουμε να μιλήσουμε δημόσια. Με ενιαία φωνή. Είναι η δική μας ευθύνη.
Θεωρούμε ύβρη, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξεως, προς τους νεκρούς, την αδυναμία όλης της κοινωνίας, με ευθύνη πρωτίστως της πολιτικής ηγεσίας, να θρηνήσει με ευλάβεια και σεβασμό την απώλεια τόσων ανθρώπινων ψυχών. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο ολικής σκύλευσης και ατίμωσης της μνήμης των νεκρών.
Αυτές οι μέρες, ενώ θα όφειλαν να είναι μέρες περισυλλογής και αναστοχασμού όλων, βλέπουμε να αναδεικνύεται καθημερινά στο προσκήνιο της δημοσιότητας το απίστευτο ηθικό έλλειμμα δημοσίων προσώπων με θέσεις ευθύνης, όχι μόνο των πολιτικών ελίτ, αλλά και της θρησκευτικής ηγεσίας με τις ανερμάτιστες και παράλογες συσχετίσεις του δυστυχήματος με άλλα ζητήματα.
Η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από πολιτική ανωριμότητα και ανεπάρκεια, από πολιτική μνησικακία και ηθική ανευθυνότητα, από διανοητικό σκοταδισμό και κακεντρέχεια, από ολοκληρωτική έλλειψη επίγνωσης της εκτάσεως του κακού.
Με ανησυχία παρακολουθούμε τον ευτελισμό της ιερότητας των στιγμών. Αρχικά εξαιτίας των αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί με επάρκεια στην έκτακτη κρίση και στη συνέχεια από τη σκαιότητα με την οποία ευτέλισε το κύριο σύστημα πληροφόρησης, συνεπικουρουμένο και από τον βραχίονα της ενημερωδιασκέδασης, το γεγονός του δυστυχήματος.
Πολύ γρήγορα ο θάνατος τόσων αθώων συνανθρώπων μας μετατράπηκε σε συνεχές τηλεοπτικό σόου και αυτό δηλώνει την πλήρη αποτυχία μας ως συντεταγμένης κοινωνίας με σταθερούς ηθικούς και αξιακούς κώδικες συμπεριφοράς. Ο ευτελισμός του γεγονότος του μαζικού θανάτου στην “κοιλάδα των κλαυθμών” και της μνήμης των νεκρών φανερώνει ότι κινούμεθα, πλέον, στα όρια της ηθικής και πολιτικής καταστροφής. Η συγκλονιστική τραγωδία στα Τέμπη απογύμνωσε πλήρως όλα τα κίβδηλα αφηγήματα περί αποτελεσματικότητας και “πρωτιών” και έφερε στην επιφάνεια την πικρή αλήθεια, ότι η χώρα ολόκληρη κινείται, εδώ και πολύ καιρό, πολιτικά και ηθικά πάνω στις ράγες του “πάμε και όπου βγει”, ότι οι πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας ζουν και αναπνέουν μέσα σε ένα καθεστώς τοξικής παραπληροφόρησης.
Αλλά δεν είναι και δεν μπορεί να θεωρούνται όλα “επικοινωνία” και θέαμα. Αλίμονο σε εκείνη την σύγχρονη κοινωνία, όπου η καταπιεσμένη και φιμωμένη αγανάκτηση και οργή πολλών μελών της βρίσκει διέξοδο έκφρασης με το γνωστό χυδαίο τρόπο στις κερκίδες των ποδοσφαιρικών γηπέδων!
Δυστυχώς για μια ακόμη φορά το ελληνικό σύστημα πληροφόρησης αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων και του θεσμικού του ρόλου σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Ο εκδημοκρατισμός του αποτελεί επιτακτική εθνική ανάγκη!
Μια κυβέρνηση δεν κρίνεται για τις παραλείψεις των άλλων, αλλά για τις δικές της. Και η αξιοπιστία της αντιπολίτευσης κρίνεται από την υπεύθυνη ή ανεύθυνη στάση της σε κρίσιμα γεγονότα.
Οι πολιτικές ευθύνες για το δυστύχημα στα Τέμπη είναι δεδομένες. Και πρέπει να αναληφθούν στο ακέραιο από την κυβέρνηση. Η παραίτηση του αρμόδιου υπουργού ήταν ένα πρώτο βήμα. Στη συνέχεια επιχειρήθηκε να προβληθεί το γεγονός ως κάτι εξαιρετικό και ιδιαίτερο, αλλά όλες και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για το ελάχιστο και το αυτονόητο. Και ακολούθησε η δημόσια διαμάχη για την υποψηφιότητά του παραιτηθέντος Κ. Καραμανλή στις επόμενες εκλογές. Ο τελευταίος μάλλον αδυνατεί να αντιληφθεί τι πραγματικά συνέβη και ποιο το μέγεθος της ευθύνης του. Προφανώς θεωρεί ότι απλώς στάθηκε άτυχος!
Πέρα από το πολιτικό, ανοικτό παραμένει το ποινικό σκέλος της υπόθεσης. Τα πιθανά ποινικά αδικήματα δεν εξομοιώνονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναιρούνται από άλλα προηγούμενα, άλλων κυβερνήσεων και άλλων πολιτικών προσώπων. Από την άλλη θα πρέπει να καταστεί σαφές και στον τελευταίο πολίτη, ότι οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες που θα αποδοθούν, αν αποδοθούν, είναι αποκλειστικώς και μόνο ζήτημα της ελληνικής δικαιοσύνης. Δεν είναι υπόθεση ούτε της σημερινής, ούτε της επόμενης κυβέρνησης της χώρας.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χαθεί η απόδοση δικαιοσύνης στον κυκεώνα της γενικολογίας και της απεραντολογίας, της ρητορείας περί διαχρονικών παθογενειών και συλλογικής ευθύνης. Η πολιτική ευθύνη δεν είναι γενική, αφορά, κάθε φορά, συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις πράξεων, συγκεκριμένων ατόμων με θέσεις ευθύνης σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Σε ένα οποιοδήποτε συμβάν την ευθύνη φέρουν οι εμπλεκόμενοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν ευθύνεται ένα αδιευκρίνιστο σύνολο ανθρώπων, ούτε και ισχύει η αντιπολιτική και αντιδημοκρατική υπεκφυγή του τύπου “όλοι φταίμε”.
Όλες και όλοι γνωρίζουμε σχεδόν βιωματικά τα χρόνια προβλήματα του πολιτικού και κοινωνικού μας συστήματος, στις περισσότερες εκδοχές και πτυχές του, αλλά αυτό δεν απαλλάσσει καμία και κανέναν πολιτικό ή διοικητικό παράγοντα, από τυχόν αβλεψίες, αβελτηρίες, εντέλει, ευθύνες του για συγκεκριμένα γεγονότα.
Οι πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας έχουν κρίση και δύνανται να κρίνουν, αρκεί να λειτουργεί απρόσκοπτα και ομαλά το σύστημα πληροφόρησης. Αρκεί να υπάρχει η σχετική ανοικτή δημοσιότητα για τη συγκρότηση κοινής γνώμης, απαραίτητης προϋπόθεσης για τη λειτουργία κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι δημόσιες πρακτικές απόσεισης ευθυνών, η προσπάθεια εργαλειοποίησης του δυστυχήματος για πολιτικούς λόγους, ένθεν κακείθεν, φανερώνουν τα αδιέξοδα στα οποία ευρίσκεται το πολιτικοκοινωνικό σύστημα της χώρας.
Η κακώς εννοούμενη επικοινωνιακή πολιτική, ο κυνισμός του πολιτικού προσωπικού και η δυσλειτουργία των θεσμών και του κρατικού μηχανισμού, εντείνουν την αίσθηση ανασφάλειας των πολιτών και τη δυσπιστία τους προς το δημοκρατικό πολίτευμα. Δημιουργούν ένα διαλυτικό προς κάθε κατεύθυνση αίσθημα απογοήτευσης και ντροπής στη νέα γενιά απέναντι στη χώρα τους με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Από την πλευρά του κάθε κριτικός νους, κάθε πνευματικός άνθρωπος, οφείλει να δηλώσει ευθαρσώς ότι αυτές οι ανεύθυνες συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού, η δυσοσμία που αποπνέει το σύστημα πληροφόρησης και η τοξικότητα που διαχέει καθημερινά στην ελληνική κοινωνία, καθώς και οι σκοταδιστικές παραλογίες τμήματος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ακυρώνουν εν τοις πράγμασι το διαφωτιστικό έργο της όποιας εθνικής λογιοσύνης , η οποία συνεχίζει να έχει συναίσθηση της θέσης και του ρόλου της στην ελληνική κοινωνία.
Ουδείς δικαιούνται να αντιμετωπίζει τους πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας, γυναίκες και άνδρες, ως χειραγωγίσιμη μάζα, ως άτομα μειωμένης αντίληψης.
Η δημοκρατία δεν αποσιωπά, δεν συγκαλύπτει, δεν εκφοβίζει, δεν εξαγοράζει, δεν “σκηνοθετείται”, αλλά απαντά στα προβλήματά της με περισσότερη δημοκρατία.