“Η νύχτα της ιγκουάνα”. Τενεσί Ουίλιαμς. Πρεμιέρα στις 28 Οκτωβρίου 2022. Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου. Παρακολούθησα την παράσταση δύο φορές. Εντός του ιδίου δεκαημέρου, πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου. Μια απογευματινή, μια βραδινή. Σε σκηνοθεσία της Ελένης Γκασούκα, μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη και με την ακόλουθη σύνθεση στην ομάδα των ηθοποιών : Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Γιώργος Κολοβός, Άννη Τσολακίδου, Κώστας Σαντάς, Γιολάντα Μπαλαούρα, Ιώβη Φραγκάτου, Χρήστος Νταρακτσής, Μανώλης Φουντούλης, Λευτέρης Δημηρόπουλος, Νίκος Τσολερίδης.
Μετά από πολύ καιρό βρέθηκα σε αίθουσα θεάτρου. Σχεδόν συμπτωματικώς και τυχαίως την πρώτη φορά. Τη δεύτερη για να αποσαφηνίσω ορισμένα χαρακτηριστικά της παράστασης για εμένα τον ίδιο: ως προς το έργο και την απόδοσή του. Η εξαγόρευση τούτου του γεγονότος δύναται να θεωρηθεί και ως εισαγωγικό σημείωμα στο κείμενο που ακολουθεί. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει πλέον καν υστέρημα στον οικονομικό προϋπολογισμό μου, το προσωπικό κόστος για αυτή τη διπλή δαπάνη είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί. Και δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια εξήγηση. Απλώς και μόνο υπογραμμίζω το γεγονός ως υπενθύμιση της διάθεσης μου να επιχειρήσω μια απροκατάληπτη και αμερόληπτη κριτική της παράστασης και διαφόρων άλλων συναφών προς αυτήν πραγμάτων.
Δεν είμαι κριτικός θεάτρου, ούτε και φιλοδοξώ να γίνω, υπό τη στενή έννοια του όρου. Αν και το κενό στο είδος είναι μεγάλο και η έλλειψή του αφήνει αρνητικά ίχνη στα θεατρικά πράγματα της χώρας, δεν είναι στις προθέσεις μου να υποκαταστήσω τους ανύπαρκτους, όσο και αναγκαίους για την συγκεκριμένη τέχνη, κριτικούς θεάτρου. Δεν είμαι, ωστόσο, και εντελώς άσχετος με την ευρύτερη θεατρική συνάφεια. Ακόμη λιγότερο με αυτό, το οποίο ονομάζουμε “αισθητική εμπειρία”. Διακόπτω εδώ με αυτή την παρέκβαση εγκαταλείποντας συγχρόνως και τον εξαγορευτικό τόνο, διότι αν συνεχίσω στην ίδια κατεύθυνση, στο επόμενο επεξηγηματικό βήμα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναγκαστώ να ολισθήσω στις ατραπούς κάποιας συγκαλυμμένης, πάραυτα αδικαιολόγητης περιαυτολογίας.
Οπότε περνάμε στο προκείμενο: Σε παλαιότερο άρθρο μου για την κατάσταση του επαγγέλματος του ηθοποιού στην Ελλάδα (“Πόσους καλλιτέχνες αντέχει ακόμη η Ελλάδα;”[1]) αναφέρθηκα στις επαγγελματικές δυσκολίες και στον συγκεκριμένο κλάδο, σε συνάρτηση με την “μεγάλη εικόνα”, όπως τούτη αναδύθηκε στο προσκήνιο “ήδη από τον καιρό της οικονομικής κρίσης”: όταν από εκείνη την πρώτη στιγμή του ξεσπάσματός της “γνωρίζαμε ότι εισερχόμαστε σε μια νέα φάση συγκρούσεων διανομής, κοινωνικών και υλικών αγαθών, όταν δηλώθηκε στις σχετικές επιστήμες <ο φόβος για το ολοένα και λιγότερο> ως έναρξη της κοινωνικής και πολιτιστικής αποψίλωσης των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και η σχετική αναδιάταξη της κοινωνικής στρωματογραφίας”.
Από την άλλη στο ίδιο κείμενο ανίχνευα τις επιπτώσεις αυτής της νέας κοινωνικής και οικονομικής συνθήκης στο χώρο της παραγωγής πολιτιστικών προϊόντων. Όσον αφορά την κινηματογραφία και το θέατρο σημείωνα τα εξής, για τις επιπτώσεις των αναδιαρθρωτικών πιέσεων του κεφαλαίου επί του χώρου της κινηματογραφίας και του θεάτρου: “Η <επιτάχυνση>, κατά τον κοινωνιολόγο Hartmunt Rosa βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου, ήταν δύσκολο να επιβληθεί, για παράδειγμα, με ένα ακραίο φορντιστικό υπόδειγμα παραγωγής στο συγκεκριμένο χώρο, αλλά αν παρακολουθήσει κανείς δημόσιες εκμυστηρεύσεις ηθοποιών της παλιάς γενιάς, ακούει π.χ. για γυρίσματα σκηνών <μια και έξω>, χωρίς επαναλήψεις και διορθώσεις κ.α. Τούτη η ιδιότυπη σύντμηση της παραγωγικής διαδικασίας με στόχο την επιτάχυνση της – λιγότερος χρόνος, λιγότερο κόστος – αποβαίνει, σε αυτές τις περιπτώσεις εις βάρος της ποιότητας του παραγόμενου αποτελέσματος. Αυτό προφανώς και δε μένει χωρίς αντίκτυπο στην προσωπική βελτίωση ή χειροτέρευση του ηθοποιού. Μεγάλη συζήτηση, αλλά εάν περιοριστούν οι θεατρικές σκηνές και επιβληθούν υποδείγματα <κινηματογράφησης> με γνώμονα την ταχύτητα και το κόστος, όπως προφανώς γίνεται σε πολλές τηλεοπτικές παραγωγές, θα καταλήξουμε να παριστάνουν τους ηθοποιούς άτομα που δε θα μπορούν να υποδυθούν ούτε και τον εαυτό τους. (Στο θέατρο εμφανίζονται με άλλη μορφή οι αντίστοιχες πιέσεις και ενισχύουν την ταχεία κάθοδο των δεικτών ποιότητας του προσφερόμενου πολιτιστικού αγαθού ή την καταφυγή σε συγκεκριμένα εναλλακτικά είδη, όπου το στοιχείο της ολιγανθρωπίας επί σκηνής (κατά συνέπεια η ολιγανθρωπία γενικώς) καθιστά <βιώσιμη> τη λειτουργία του”.
Όταν παρακολούθησα για πρώτη φορά την τωρινή παράσταση “Η νύχτα της ιγκουάνα” στο Βασιλικό Θέατρο, ενθυμήθηκα ακριβώς τούτο το σκεπτικό μου για τον συγκεκριμένο τύπο παραγωγής και αναπαραγωγής (ερμηνευτικής αναδημιουργίας θα ήταν ο σωστότερος όρος αναφορικώς με το θεατρικό έργο) του θεατρικού πολιτιστικού αγαθού. Ο λόγος της σκηνικής απουσίας από την πλοκή της γερμανικής οικογένειας τουριστών, οι οποίοι εκθεάτριζαν τα φιλοναζιστικά αισθήματά τους. Τους συνολικά δεκαπέντε (15), νομίζω, μικρούς και μεγάλους ρόλους του έργου, κλήθηκαν να υπηρετήσουν στη σκηνή του θεάτρου της Θεσσαλονίκης δέκα (10) ηθοποιοί. Δε θεωρώ ότι τούτη η επιλογή μείωσης του αριθμού των επί σκηνής επαγγελματιών και η συναφής “μετατροπή” του έργου, – αντίστοιχη με εκείνη την παραδοσιακή πρακτική “μετατροπής” στην ραπτική των ενδυμάτων σε σχέση με το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι ενός ρούχου -, μείωσε τη δυναμική της παράστασης. Ωστόσο, εξακολουθώ να μην μπορώ να αντιληφθώ σε τι οφείλεται τούτη η καλλιτεχνικά ανώδυνη αριθμητική κολόβωση των συμμετεχόντων ηθοποιών: έγινε για την οικονομία πόρων; Εάν ήταν αυτό ο λόγος της “μετατροπής” του, συμπίπτει με τον τρόπο ανάγνωσης, από την πλευρά μου, της γενικότερης εξέλιξης των θεατρικών μας πραγμάτων. Εάν υπάρχουν άλλοι λόγοι εναπόκειται στην σκηνοθέτιδα να εξηγήσει τους λόγους αυτής της κολόβωσης.
Από την άλλη μεριά εάν υπήρχε κριτικός δημόσιος λόγος, μέσα δημόσιας κριτικής και συστηματική ενασχόληση με το θεατρικό γίγνεσθαι της πόλης (κατ΄ αντιστοιχία και της χώρας) θα μπορούσε να “ενοχληθεί” δημοσίως η σκηνοθέτιδα του έργου για τούτη την επιλογή και να εξηγήσει το σκεπτικό της. Κάπως έτσι μετατρέπεται η δημιουργία ενός σκηνοθέτη (ηθοποιών και άλλων συντελεστών), μια μεμονωμένη παράσταση και η συνολικότερη ενός θεάτρου, σε αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι μιας κοινότητας ανθρώπων. Δεν φυτοζωεί απλώς δίπλα στις άλλες μορφές ζωής της καθημερινότητας.
Αλλά τούτο αφορά περισσότερο την εφαρμοσμένη πολιτική (και με αφορμή την παρουσία του προέδρου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών στη δεύτερη παράσταση που παρακολούθησα αναφέρω επίσης ότι (οφείλει να) απασχολεί και τα συνδικαλιστικά όργανα και τις διεκδικήσεις του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου), και λιγότερο αυτούς καθ΄ αυτούς τους δημιουργούς (μεταξύ αυτών και τους ηθοποιούς υπό τούτη τους την ιδιότητα) και τους άλλους εμπλεκόμενους στην παραγωγή και αναπαραγωγή του συγκεκριμένου πολιτιστικού αγαθού. Αυτή η γενικότερη καχεξία στην συνάρμοση των επιμέρους πολιτισμικών δραστηριοτήτων δύναται να ξεπεραστεί μέσω πρακτικών της λεγόμενης “δημιουργικής οικονομίας” σε τοπικο-αυτοδιοικητικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Αλλά τούτο είναι μια άλλη συζήτηση.
Τέλος, υπό το φόβο να προσληφθεί το παρόν σημείωμα ως αρνητική κριτική στην παράσταση, δηλώνω ευθέως ότι τούτη, σύμφωνα με τα προσωπικά μου δεδομένα και κριτήρια, είναι αξιοθέατη. Ισχυρισμός ο οποίος με υποχρεώνει να επανέλθω με ένα δεύτερο σημείωμα, ελπίζω εντός της εβδομάδος, επ΄ αυτής καθ΄ αυτής της συγκεκριμένης σκηνικής πράξεως.
[1]https://www.sopro.gr/articles-2/articles/%cf%80%cf%8c%cf%83%ce%bf%cf%85%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%ad%cf%87%ce%bd%ce%b5%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%ad%cf%87%ce%b5%ce%b9-%ce%b1%ce%ba%cf%8c%ce%bc%ce%b7-%ce%b7-%ce%b5%ce%bb/