Οι δημόσιες συζητήσεις που κατά διαστήματα πραγματοποιήθηκαν την τελευταία 10ετία από πρωτοβουλίες συλλογικών σχηματισμών και ενεργών πολιτών, για τα κρίσιμα θέματα ,όπως ο ρόλος της χώρας μας ως μέλος της Ε. Ε. – κυρίως όμως από την σχέση συμμετοχής της τον στενό πυρήνα της στην ΟΝΕ- που ως κεντρική και στρατηγική επιδίωξη αποτελεί για τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις – για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της- ως αναγκαία και σημαντική τη συνέχισή της, παρά τις φανερές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που αποτυπώνονται από την 20ετή συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ.
Οι κρίσιμες και ρηξικέλευθες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν από τη χώρα μας,το αμέσως επόμενο διάστημα,διότι η νέα σαρωτική ύφεση στην ελληνική οικονομία που δημιούργησε η δεδομένη κρίση της πανδημίας του Κοροναϊού, θα είναι δυσβάσταχτη για την κοινωνική και οικονομική της συνοχή.
Πρέπει όμως να διευκρινιστούν πριν από όλα, ορισμένες σκόπιμες συγχύσεις που γίνονται γιανα υπάρξουν οι απαραίτητες διευκρινήσεις.
Διότι,
(Οι πρώτες χώρες μέλη της ήταν, με βάση την συνθήκη της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957που υπεγράφη στη Ιταλική πρωτεύουσα, από τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών της ΕΚΑΧ (Βέλγιο, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο κα, Ολλανδία) η συνθήκη με την οποία ιδρυόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Με αυτήν τον υπερεθνικό οργανισμό που θα εγκαθίδρυε και θα συντόνιζε την Κοινή Αγορά η οποία θα επέτρεπε την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, κατά τα πρότυπα του Διαφωτισμού και της επιγραμματικής εκφράσεως laissez faire,. ((ελεύθερου εμπορίου). Με την ίδρυσή της, τα κράτη μέλη εκχώρησαν το κυριαρχικό δικαίωμα της δασμολογικής πολιτικής, το οποίο περιήλθε στη δικαιοδοσία των οργάνων της ΕΟΚ, αλλά και από την παλαιότερη Συνθήκη των Παρισίων (1951) με την οποία είχε ιδρυθεί η ΕΚΑΧ).
Η Ευρώπη όπως όλοι γνωρίζουμε ξεκινάει από την Ιβηρική χερσόνησο έως τα Ουράλια όρη και επεκτείνεται από τον βορρά, από την Ισλανδία έως την Κύπρο. Αποτελεί βέβαια γεωγραφικά επίσης μέρος της ακόμακαι η Ευρωπαϊκή Τουρκία, που με κέντρο της την Κωνσταντινούπολη θεωρείται και αυτή δυνητικά ότι (θα)μπορούσε και πρέπει να συμπεριληφθεί στην Ευρώπη, εξ ου και ο γεωγραφικός και ιστορικός όρος ¨Ευρωπαϊκή Τουρκία¨.
Επιπρόσθετα, αυτό το ¨πολιτιστικό και κοινωνικό¨ ρεύμα επηρέασε μια πλούσια και δυναμική υλική κουλτούρα που έχει επεκταθεί και στις άλλες ηπείρους ως αποτέλεσμα της Βιομηχανοποίηση της, ως πρώτης στον κόσμο και βέβαια ως πρώτης επίσης Αποικιοκρατικής δύναμης.
Επιπλέον, ως Ευρώπη και Ευρωπαϊσμό ειδικότερα, θεωρούμε μια συγκεκριμένη αντίληψη του ατόμου που εκφράζεται από την ύπαρξη και τον σεβασμό μιας ¨λειτουργικής δημοκρατικής νομιμότητας¨ που εξορισμού εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία των πολιτών..
Τέλος ο Ευρωπαϊσμός, και η Ευρώπη ειδικά, αποτελείται από μια πληθώρα κρατών με διαφορετικές πολιτικές τάξεις, που τροφοδοτούν το ένα το άλλο με νέες ιδέες και ασφαλώς με σεβασμό προς τους λαούς, τα κράτη και τα έθνη της εντός αλλά και εκτός Ευρώπης.
Με βάση αυτές τις γενικές παραδοχές αναπτύχθηκαν δύο κύρια ρεύματα στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Το πρώτο με υπέρμαχους υποστηρικτές του, οι οποίοι υπερασπίζονταν με πάθος την ιδέα του να είσαι και να γίνεις “ευρωπαϊστής”και να την ταυτίζουν μόνον με τους ¨Ευρωπαίους πολίτες¨, αν δηλαδή είσαι πραγματικά Ευρωπαίος και (να)αντιλαμβάνεσαι την ευρωπαϊκή ως εθνική σου ταυτότητα, όπως για παράδειγμα έκανε ο γνωστός Ιταλός διανοητής και συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος παρά το ότι ήταν ένας από τους πρεσβευτές του σύγχρονου ιταλικού πολιτισμού, είχε υποστηρίξει πλήρως την ιδέα αυτή, αλλά και την ουσία του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (τουλάχιστον) σε επίπεδο ιστορικό και πολιτισμικό.
Ήταν δε πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος του που αυτός έφτασε στο σημείο και περιέγραφε αυτήν ¨την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης¨, ακόμα και με όρους ερωτικούς!!
Υποστήριξε λοιπόν ανάμεσα στα άλλα και τα εξής, όπως για παράδειγμα τα προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών, τα γνωστά σε όλους μας Erasmus.
«Το πανεπιστημιακό πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών (Erasmus) δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ στις οικονομικές εφημερίδες έλεγε, παρά το γεγονός ότι αυτά δημιούργησαν ¨την πρώτη γενιά των νεαρών Ευρωπαίων”, υποστήριζε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “La Stampa” τον Ιανουάριο του 2012. Και συνέχισε, “Το ονομάζω σεξουαλική επανάσταση: ένας νεαρός Καταλανός γνωρίζει μια Φλαμανδή κοπέλα – ερωτεύονται, παντρεύονται και γίνονται Ευρωπαίοι, όπως στη συνέχεια και τα παιδιά τους! Ενώ είχε φτάσει στο σημείο προτρέχοντας και παραβλέποντας- λόγο άγνοιας άραγε(?) την οικονομική και κοινωνική διάσταση της ενοποίησης, γενικότερα υποστήριζε.
«Η ιδέα του Erasmus θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική έλεγε– όχι μόνο για τους φοιτητές, αλλά επίσης για τους οδηγούς ταξί, τους υδραυλικούς και όλους τους εργαζόμενους.
Και με αυτό εννοώ ότι θα έπρεπε να μένουν για λίγο χρόνο σε μια άλλη χώρα της Ε.Ε., να ενσωματωθούν» .
Υπήρξε ο ίδιος ο Ουμπέρτο Έκο όπως και πολλοί άλλοι στοχαστές αλλά και πολιτικοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλοπροαίρετοι και εξαιρετικά ρομαντικοί έως αφελείς- οι οποίοι πίστεψαν στην ¨μεταφυσική ιδέα¨ της Ευρώπης αποσυνδέοντας από την κυρίαρχη οικονομική βάση συγκρότησής, της ΕΟΚ και της μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος όλοι αυτοί υποστήριζαν, -επικαλούμενοι τα τραγικά και φονικά αποτελέσματα των 2 Παγκόσμιων πολέμων-μέσα στη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα-στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο λέγοντας τα εξής.
“Οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Άγγλοι, πέρασαν αιώνες πολεμώντας ο ένας τον άλλον. Σήμερα, ζούμε σε καθεστώς ειρήνης εδώ και 70 χρόνια τώρα και κανείς μας δεν συνειδητοποιεί πόσο υπέροχο και σημαντικό είναι αυτό. Πράγματι και η ιδέα ακόμα ενός πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας ή Ιταλίας και Γερμανίας προκαλεί μόνο θυμηδία. Οι ΗΠΑ χρειάστηκαν ένα πόλεμο για ενοποιηθούν. Ελπίζω πως ο πολιτισμός και η ευρωπαϊκή αγορά θα κάνουν το ίδιο για μας”.
Όμως όλες αυτές οι καλοπροαίρετες παραδοχές και οι προσδοκίες έμειναν ως ευχές διότι καθώς έγινε φανερό διαψεύδονται οικτρά, από τον τρόπο που έχει εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα την τελευταία 25 ετία.
(αρκεί μόνο ως προς το ζήτημα του πολέμου να υπογραμμιστεί εδώ ο πόλεμος που ως γεγονός επανήλθε στην Ευρώπη, όπως επίσης και η διάλυση που ακολούθησε της Γιουγκοσλαβίας και πραγματοποιήθηκε με την άμεση ανάμειξη της Ε.Ε και συντελέστηκε σε Ευρωπαϊκό έδαφος την δεκαετία του 1990…)
Ακολούθησε η ταχύτατη μετεξέλιξη της ΕΟΚ -ειδικά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της- και η μετεξέλιξη της σε Ε.Ε και η ΟΝΕ, τον Δεκέμβρη του 1999.
Έκτοτε η ιδέα της πολιτικής ενοποίησης έχει εγκαταλειφθεί πλήρως, μετά την αποτυχία του Ευρωσυντάγματος, ενώ οι οικονομικές ελίτ χρησιμοποιούν το περίφημο “δημοκρατικό έλλειμμα” -δηλαδή την ¨περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών¨ στα κέντρα λήψης αποφάσεων- που έχει ουσιαστικά μετατρέψει την Ε.Ε. σε μία τραπεζοκρατία, με την ασφυκτική πολιτική επιστασία της Γερμανίας και των στενών δορυφόρων της.
Η άρνηση των πολιτών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι έκδηλη για τις κρίσιμες αποφάσεις που καλούνται να πάρουν όταν η συμμετοχή των πολιτών της στις ευρωεκλογές αλλά και τα δημοψηφίσματα ήταν και παραμένει μόνιμα κάτω του 50%.
Στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο οι πολιτικές που οριστικοποιήθηκαν και προωθεί η Ε.Ε χαρακτηρίζονται ακραία μονεταριστικές και νεοφιλελεύθερες, με αποτέλεσμα να υπονομεύουν ανοικτά τις κοινωνικές και οικονομικές κατακτήσεις της μεταπολεμικής περιόδου.
Ειδικότερα,
Η θεμελίωση μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης πολλών ταχυτήτων βρίσκεται ήδη μπροστά μας και θα είναι το επόμενο γεγονός, επειδή όπως όλα δείχνουν αφήνει οριστικά πίσω της την ιδέα τηςπολιτικής, οικονομικής και κοινωνικήςΈνωσης της Ευρώπης.
Αυτό που ενδιέφερε τους οικονομικούς κύκλους του Κεφαλαίου στην Ε.Ε ήταν η Νομισματική Ένωση, δηλαδή η ΟΝΕ, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που επέβαλλε η κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη ισχυρή ¨Γερμανοκρατία¨.
Είναι τελικά η τραγική δικαίωση της διαχρονικής πολιτικής που ακολουθούσε η Μεγ. Βρετανία ιδιαίτερα απέναντι στην Ε.Ε. ήδη από το 1980, όπου ομολογούνταν δημόσια ότι,
¨Η Βρετανία είχε τον ίδιο στόχο στην εξωτερική της πολιτική για τα τελευταία 500 χρόνια – να δημιουργήσει μια διαιρεμένη Ευρώπη¨ που όπως φαίνεται και τυπικά την επανάφερε και το έκανε πράξη, όμως αυτό γίνεται πραγματικότητα με την πολιτική και οικονομική επικυριαρχία της Γερμανίας και των στενών δορυφόρων της.
Η αποχώρηση της Μεγ. Βρετανίας επιβεβαιώνει αυτό ακριβώς ενώ αποτελεί επίσης και ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός,που όπως φαίνεται σκόπιμα αποφεύγεται να μην απασχολεί τους Ενωσιακούς κύκλους και ειδικότερα τη Γερμανία. Ειδικά ίσως να την διευκολύνει και να την ευνοεί, διότι αποφεύγει έτσι να έχει έναν ¨παραδοσιακό αντίπαλο¨ μέσα στα πόδια της και την ευνοεί ασφαλώς υπέρμετρα αυτό ώστε να μην αμφισβητείται η ηγεμονία της.
Οι εξελίξεις όμως της πανδημίας του Κοροναϊού-2 και πλέον χρόνια- φαίνεται να επισπεύδουν τις υποβόσκουσες κρίσεις και σοβαρές οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις, που όπως όλα δείχνου τώρα έχουν εξελιχθεί σε ανοικτές διαμάχες που απειλούν την ίδια την συνοχή της Ε. Ε.
Ως εκ τούτων όλων ως δοθέντων και μετά την ¨εμπειρία του οικονομικού πειράματος¨ στο οποίο υπέβαλλαν την χώρα μας -επί μία 10ετία-, οι Ευρωενωσιακοί κύκλοι σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ, με βασικό πρωταγωνιστή την Γερμανική οικονομική και πολιτική Ελίτ, μετά 3 διαδοχικά σκληρά μονεταριστικής έμπνευσης μνημόνια, την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για έναν αιώνα, την στενή ¨νέο-αποικιακού τύπου¨ εποπτεία στην οικονομία και την κοινωνία, δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού.
Ασφαλώς και επιβάλλεται να αμφισβητηθούν αλλά και να εξεταστούν όλα τα αρνητικά τετελεσμένα που επέβαλαν στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία, οι αντιλήψεις της κυρίαρχης εγχώριας ελίτ, στην οποία δυστυχώς έχουν προστεθεί τελευταία και νέες πολιτικές δυνάμεις -όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι άσκησαν κυβερνητική πολιτική, υπερασπιζόμενοι τα ¨Ευρωπαϊκά κεκτημένα¨ ταυτίζοντάς τα με αυτά της Ε.Ε.
Αυτό δημιούργησε πρόσθετες πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες διότι παραμένει και είναι ισχυρή η άποψη στην Ελληνική κοινωνία, της παραμονής στην ΟΝΕ και γίνεται δυσκολότερη η αμφισβήτηση των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών επιλογών, οι οποίες (εγχώριες και ξένες ελίτ) , με ισχυρό τους όπλο τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ,έχουν παγιδέψει,αλλοτριώσει και χειραγωγούν πλήρως την πολιτική συνείδηση της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, δημιουργώντας απίθανες κοινωνικές ψευδαισθήσεις.
Η εμμονή αυτή της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ, δυστυχώς έχει την υποστήριξη (ακόμα) ισχυρών τμημάτων της προοδευτικής διανόησης, των προοδευτικών πολιτικών κομμάτων και κινήσεων, συλλογικοτήτων για την εδραίωση των πολιτικών τους ψευδαισθήσεων.
Αυτή η μονοσήμαντη αντίληψη και λογική που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο –(δίχως απολύτως κανέναν αντίλογο!) ειδικά στα ΜΜΕ- ακυρώνει κάθε δυνατότητα σοβαρής αναζήτησης εναλλακτικών, με τον αποκλεισμό και εξοστρακισμό των αντίθετων απόψεων στην αναζήτηση εναλλακτικών,που αντιτίθενται στους μονόδρομους της ΟΝΕ – και εναντιώνονται με ελλιπή ή λανθασμένο τρόπο συχνά στα πολιτικά και οικονομικά επιχειρήματα- και τα υπαρκτά αποτελέσματα που ήδη έχει η καταστροφική 20ετής παραμονή μας στον στενό πυρήνα της στην ΟΝΕ.Είναι επίσης ολοφάνερο ότι έχει συμβάλλει στην παραπέρα αποσάθρωση κάθε παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας, ευνοώντας αποκλειστικά τον παρασιτισμό, τον μεταπρατισμό, την εξάρτηση και εν τέλει την υποτέλεια της χώρας.
Θεωρώ ότι αποτελεί ένα από τα κεντρικά και σοβαρότερα προβλήματα στα οποία καλείται να απαντήσει, -με εμπεριστατωμένο και συνεκτικό τρόπο- μια σοβαρή πολιτική και οικονομική εναλλακτική στρατηγική,που θα προβάλλει και θα αναγάγει όμως, την βήμα προς βήμα παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας ως βασικό μοχλό οικονομικής απεξάρτησης,σε μια προοπτική υλοποίησης της δυνατότητας αποδέσμευσής της Χώρας από την ΟΝΕ.
Κύριοι και Βασικοί (επιγραμματικά) τομείς του παραγωγικού μοντέλου θα πρέπει να αποτελέσουν,
Πρωτογενής τομέας που θα πρέπει να είναι οργανωμένος γύρω από ισχυρά συνεταιριστικά και παραγωγικά δίκτυα -με κάθετες μονάδες παραγωγής, ευέλικτα και σύγχρονα προϊόντα παραγωγής,ισχυρή υποστήριξη της σύγχρονης μεταποίησης, επιθετικού μάνατζμεντ για εξαγωγική δυνατότητα και μερίδια διεθνών αγορών.
Ο ρόλος του Κράτους πρέπει να γίνει επιτελικός με μεταφορά οικονομικών πόρων και επενδύσεων τις οποίες θα προωθεί μέσα από σύγχρονα Συνεταιριστικά Δίκτυα οργανώσεων.
Ο ρόλος της δημόσιας, συνεταιριστικής και κοινωνικής οικονομίας αλλά και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα αναδεικνύονται μέσα από προωθημένες μορφές διαφανούς και δημοκρατικής λειτουργίας, οι οποίες θα έχουν ισχυρό κοινωνικό πρόσημο,ενώ θα υπόκεινται όλα στο δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο, για να αποφευχθούν τα ισχυρά φαινόμενα, γραφειοκρατικοποίησης, οικονομικών ατασθαλιών, συντεχνιασμού, αδιαφάνειας, διαπλοκής και παρασιτισμού, που θα αποκλείσουν τις παθογένειες του παρελθόντος και ακύρωσαν ιδεολογικά και πολιτικά κάθε ιδέα συλλογικής και συνεταιριστικής λειτουργίας, απαξιώνοντας την στην συνείδηση των πολιτών.
Μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να αποτελέσει την προσπάθεια την βήμα προς βήμα ¨παραγωγικής ανασυγκρότησης¨ με ισχυρό προβάδισμα του πρωτογενούς τομέα και θα τον συνδέει με την συνολική εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση για να στηρίξει την πολιτική δυνατότητα για την μελλοντική αποδέσμευση της χώρας μας από την ΟΝΕ .
Γι΄αυτό κατά τη γνώμη μου κρίσιμο είναι το ζήτημα της Ε.Ε και της ΟΝΕπου επιχειρούμε να ανοίξουμε τη δημόσια συζήτηση και θα απαιτήσει πολύπλευρη, τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη ανάλυση σε όλες τις πτυχές της για τη χώρα μας. (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, εθνικές και γεωστρατηγικές).
Το ζήτημα που πρόσφατα αναδείχθηκε από την κρίση του κοροναϊού και έδειξε ανάγλυφα την υποβόσκουσα κρίση της Ε.Ε στην οποία πρέπει να απαντήσουμε ως χώρα και να προετοιμαζόμαστε γι΄ αυτή, διότι είναι ορατός ο κίνδυνος να υπάρξουν ταχύτατες πολιτικές εξελίξεις που θα τις εξωθήσουν η αναμενόμενη ήδη μεγάλη οικονομική ύφεση, που όπως δείχνουν -οι πιο αισιόδοξοι κύκλοι και διεθνής οργανισμοί (Ε.Ε. ΔΝΤ, Παγκόσμια τράπεζα, Οίκοι αξιολόγησης κ.ά)- φαίνεται ειδικά με την επικείμενη ενεργειακή κρίση που πριμοδότησε ήδη εκρηκτικές αυξήσεις στην ενέργεια που πριμοδοτεί την ισχυρή άνοδο του πληθωρισμού μαζί με την παρατεταμένη οικονομική ύφεση.
Τέτοιες ασύλληπτες και δυσοίωνες οικονομικές εκτιμήσεις-εν καιρώ ειρήνης -εάν επαληθευτούν τότε δυστυχώς το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι ότι σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, η εμφανέστατη τάση ενίσχυσης του εθνικιστικού και συντηρητικού παροξυσμού να αυξηθεί -όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι ηγέτες της Ε.Ε ήδη ομολογούν-,και να οδηγήσουν πάρα πέρα στην ισχυροποίηση των ακροδεξιών και ξενοφοβικών ρευμάτων που θα επιτείνουν την έκρηξη του ¨αντιευρωπαϊσμού¨. Γίνεται ήδη ορατό ώστε να οδηγήσουν από αντιδραστική σκοπιά στην ίδια διάλυση της Ε.Ε, με σοβαρές συνέπειες για την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο ολόκληρο.
Γίνεται επίσης φανερό ότι, οι παράγοντες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη μετατροπή του¨ευρωσκεπτικισμού σε αντι-ευρωπαϊσμό¨ φαίνεται να μας οδηγούν σε επικίνδυνες εξελίξεις στην Γηραιά ‘Ήπειρο και θα πρέπει να τις αποτιμήσουμε πολιτικά διότι οι συνέπειες τους θα είναι σοβαρές την αμέσως επόμενη περίοδο.
Γι΄ αυτό πρέπει να δεχθούμε ότι η ίδια η δομή και η λειτουργία της Ευρώπης ως ένωσης των επιμέρους άθροισμα εθνικών κρατών, οργανώθηκε ως γραφειοκρατική ένωση και παρέμεινε έως τις μέρες μας ως τεχνοκρατική δομή (Βρυξέλλες) και δεν μπόρεσε ούτε θέλησε να μετεξελιχθεί -με κύρια ευθύνη των οικονομικά ισχυρών κρατών της- ουσιαστικά –60 χρόνια τώρα- σε συνεκτική πολιτική οντότητα με βάση τις αρχές του πολιτικού διαφωτισμού.
Αυτή λοιπόν ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται αδύνατον να μεταρρυθμιστεί.
Συνειδητό λάθος ή πολιτική επιλογή?
Με άλλα λόγια, αυτά τα “πρωτεία” της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης έναντι της οικονομικής ενοποίησής της, διαμορφώνουν τις συνθήκες για να συνεχίσει να καλλιεργείται και να ισχυροποιείται το πνεύμα του αντι-ευρωπαϊσμού, που θα αποτελέσει ίσως σύντομα και την ταφόπλακα της Ε. Ένωσης.
Αν δεχόμαστε ότι η απλή περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα εξ ορισμού δεν μπορεί να αποτελεί προοδευτική λύση,που στις σημερινές συνθήκες είναι και πολύ αμφίβολο αν (μπορεί) γενικά να είναι ρεαλιστική, τότε πρέπει για επιπρόσθετους λόγους επιβάλλεται ότι πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικές στρατηγικές
Είναι φανερό ότι χρειάζονται κι άλλες σκέψεις.
Το να κάνουμε ¨εναλλακτικά γεωπολιτικά σχέδια¨όπως εμείς εδώ δεν είναι απλό πράγμα ούτε και μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη,πολύ δε περισσότερο και να εφαρμοστούν εύκολα αυτές oι πολιτικές, διότι οι ¨δεσμεύσεις¨ και οι ¨σταθερές¨ που έχουν αναληφθεί ισχύουν και δεν μπορούν τόσο εύκολα ¨να αμφισβητηθούν για να αλλάξουν, ούτε να σπάσουν¨ .
Βασικά και συστατικά στοιχεία για τις αλλαγές και τις μελλοντικές αποφάσεις που απαιτούνται να εφαρμοστούν έχουν ως προαπαιτούμενα τους, την ενεργοποίηση κρίσιμων τμημάτων του λαού γύρω από ένα συνεκτικό, προοδευτικό και ριζοσπαστικό ΠΟΛΙΤΙΚΟ σχέδιο,που θα υπηρετεί τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας και της χώρας..
27 Απριλίου 2020, Δημήτρης Τεμουρτζίδης (μερικώς ανασκευασμένο 21/01.22)