Η ΔΟΜΙΚΗ ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος επιχειρείται σε διάφορες κρίσιμες φάσεις να υπεραναπληρωθεί με τηn αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Αλλά η σταθερότητα του εκλογικού συστήματος σταθεροποιεί και τις συμπεριφορές του εκλογικού σώματος. Οπότε λογικό είναι κάποια στιγμή να παγιωθεί ένα εκλογικό σύστημα λειτουργικό ως το πολίτευμα και αντιπροσωπευτικό ως προς την έκφραση της βούλησης του ελληνικού λαού.
ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ από πέντε μήνες, τον Απρίλιο του 1982, μετά την καθοριστική εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου του 1981, ο Ιωάννης Μ.Βαρβιτσιώτης, βουλευτής της “Νέας Δημοκρατίας”, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, σε ένα άρθρο στην εφημερίδα ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ (5-4-1982), ασχολείται με το ζήτημα του σταυρού προτίμησης κατά την εκλογή των βουλευτών. Στα βασικά προγραμματικά στοιχεία του ΠΑΣΟΚ, εκείνης της εποχής, ήταν η καθιέρωση της απλής αναλογικής και η κατάργηση του σταυρού προτίμησης. Αν και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την επιχειρηματολογία εκείνης της εποχής για τα δύο εκλογικά συστήματα, θα περιοριστούμε στη συνέχεια στους προβληματισμούς του Ιωάννη Μ. Βαρβιτσιώτη επί του ζητήματος του σταυρού προτίμησης, διότι νομίζουμε πώς είναι διδακτικοί και για τη σημερινή κατάσταση.
Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ βουλευτής παραδέχεται “ότι ο σημερινός τρόπος αναδείξεως των βουλευτών, δεν είναι ο ιδανικός”, διότι “παρουσιάζει ορισμένα μειονεκτήματα”, εκ των οποίων θεωρεί τα κυριότερα τρία: την “εξάρτηση” του βουλευτή από τον ψηφοφόρο, στην χρήση της διαφήμισης, δυσκολεύει τη συμμετοχή “προσωπικοτήτων” στην πολιτική.
ΣΕ ΣΧΕΣΗ με το πρώτο ο Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης αναγιγνώσκει εκ του αντιστρόφου το πελατειακό σύστημα, δηλαδή ως “εξάρτηση» του βουλευτή από τον ψηφοφόρο. Ιδού πως το περιγράφει: “Δημιουργεί, άλλοτε σε μεγαλύτερη και άλλοτε σε μικρότερη έκταση, μία σχέση ανάμεσα στο βουλευτή και τον ψηφοφόρο, σχέση που θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς >εξάρτηση<. Από τη στιγμή που ο σταυρός δεν δίδεται, αλλά ζητείται, δημιουργείται, σε ορισμένους τουλάχιστον εκλογείς, η λανθασμένη εντύπωση ότι δήθεν κάτι έδωσαν στο βουλευτή και συνεπώς μπορούν κάτι να ζητήσουν. Και ακόμη θλιβερότερο, να εξαρτήσουν την προσεχή επιλογή τους από το αν ο βουλευτής ανταποκρίθηκε στο συγκεκριμένο τους αίτημα”.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, αυτή είναι η δεύτερη κριτική παρατήρηση του βουλευτή Αθηνών, ο σταυρός προτίμησης “οδηγεί κατ΄ ανάγκη στη χρησιμοποίηση μεθόδων προβολής, οι οποίες απαιτούν τεράστια οικονομική μέσα. Η εισβολή και στον πολιτικό χώρο της οργανωμένης διαφημιστικής εκστρατείας έγινε ιδιαίτερα αντιληπτή στις τελευταίες κυρίως εκλογές και έπεισε ότι μια καλά οργανωμένη διαφημιστική προβολή έχει και τα ανάλογα αποτελέσματα. Έτσι, όμως, οδηγούμεθα πολλές φορές στο να μην εκλέγονται οι καλύτεροι, αλλά εκείνοι οι οποίοι χρησιμοποίησαν πιο σωστά τα μέσα διαφήμισης”.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ αυτή στην προβολή των υποψηφίων έχει και τη σημασία ιστορικής πηγής, διότι καταγράφει μια μετατόπιση στον τρόπο διεξαγωγής του προσωπικού αγώνα των βουλευτών, η οποία δεν υπήρχε παλαιότερα. Πολλά από τα σημερινά φαινόμενα σε σχέση με την επιλογή μέσω του σταυρού προτίμησης, έχουν σχέση με αυτή τη σύνδεση προβολής προσώπου και επιλογής ψηφοφόρου.
ΩΣ ΤΡΙΤΟ μειονέκτημα του σταυρού προτίμησης αναφέρει ο Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης τις δυσχέρειες που δημιουργεί η ύπαρξη του σταυρού προτίμησης στην είσοδο “προσωπικοτήτων”, όπως τις αποκαλεί, στον πολιτικό στίβο. Διότι αυτοί είναι βέβαιο ότι δεν θα προτιμηθούν από τους ψηφοφόρους.
Ο βουλευτής Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας προτείνει και λύσεις στο πρόβλημα, ο οποίες θα ελαχιστοποιήσουν τα μειονεκτήματα του σταυρού προτίμησης. Το πρώτο επιχείρημά του, αφορά την αποδέσμευση του βουλευτή από την άμεση σχέση με τον ψηφοφόρο. Για να πάψει να υπάρχει η “εξάρτηση” στο πλαίσιο της ανάστροφης ανάγνωσης του πελατειακού συστήματος στην οποία προέβαινε ο βουλευτής.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ βήμα αφορά “τη διεύρυνση των εκλογικών περιφερειών, ώστε να γίνουν το δυνατόν μεγαλύτερες, οπότε είναι φυσικό ότι ο δεσμός της εξαρτήσεως ανάμεσα στον βουλευτή και τον ψηφοφόρο θα υποστεί μια ουσιαστική χαλάρωση”.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ αφορά στον “καθορισμό ορίων για τα έξοδα που μπορεί να κάνει ένας υποψήφιος και με την παράλληλη θέσπιση αυστηρών κανόνων ελέγχου για την εφαρμογή του μέτρου αυτού”.
Η ΤΡΙΤΗ περίπτωση φαίνεται πιο “εύκολη” και η πρόταση είναι “ανέξοδη” από κάθε άποψη: “… σωστή χρησιμοποίηση του ψηφοδελτίου Επικρατείας”.
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Αθηνών παραθέτει και το “βασικό πλεονέκτημα” του σταυρού προτίμησης: “Είναι το δικαίωμα του λαού να εκλέγει αυτός τους εκπροσώπους του, μετέχοντας ευθέως στις διαδικασίες του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος”.
ΑΛΛΑ στο τέλος κατακρεουργεί και αυτός το δικαίωμα του πολίτη να επιλέγει τους βουλευτές του, με την πρότασή του για ένα μεικτό σύστημα εκλογής: “…πιστεύω ότι θα έπρεπε να καθιερωθεί ένα σύστημα μεικτό. Με άλλα λόγια, οι μισοί βουλευτές σε κάθε εκλογική περιφέρεια να εκλέγονται με βάση κατάλογο των κομμάτων και οι υπόλοιποι μισοί με >σταυρούς προτιμήσεως<”.
ΣΗΜΕΡΑ έχουν γιγαντωθεί τα προβλήματα που έθιγε στο άρθρο του ο Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης. Και με δική του ευθύνη διότι υπήρξε σημαίνον στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και υπουργός στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ένα πρόβλημα το οποίο “κτυπάει στο μάτι” είναι εκείνο της οικογενειοκρατίας. Οι έδρες στο κοινοβούλιο φαίνεται πλέον σα να κληρομονομούνται. Τα ονόματα Μητσοτάκης και Βαρβιτσιώτης από μόνα τους νομίζω πώς είναι ενδεικτικά. Και αυτό σχετίζεται με τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα των κομμάτων, αλλά και με το εκλογικό σύστημα και ακόμη περισσότερο με το εύρος των περιφερειών. Η οικογενειοκρατία, όπως και η ανάδυση βουλευτών με ισχυρό οικονομικό υπόβαθρο, ατομικό ή άλλων συμφερόντων, σχετίζονται άμεσα με το εύρος των περιφερειών.
Ο Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης μη αντιλαμβανόμενος τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, κρίνει ένα φαινόμενο από τις προηγούμενές μορφές του, δηλαδή βλέπει την πίεση να προέρχεται μόνο από την πλευρά του λαϊκού ατόμου, το οποίο διαπραγματεύεται την ψήφο του με μια εξυπηρέτηση. Ο βουλευτής Αθηνών αδυνατεί να δει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που κρύβει η διεύρυνση των εκλογικών περιφερειών: αυτόν της εξάρτησης του κάθε υποψηφίου από ισχυρότερα συμφέροντα πέρα από εκείνα ενός διορισμού ή μιας εκδούλευσης παλαιάς κοπής. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την ανάγκη της δαπανηρής ατομικής προβολής του κάθε υποψηφίου δημιούργησε ένα τέτοιο καθεστώς ώστε να εξαρτώνται οι υποψήφιοι από ισχυρότερους τρίτους, οι οποίοι απαιτούν με πολύ πιο δυνατά μέσα την “εξυπηρέτησή” τους.
Η ΣΜΙΚΡΥΝΣΗ των εκλογικών περιφερειών, σε όλη τη χώρα, αποτελεί μια από τις πρώτες προϋποθέσεις για την αποδυνάμωση φαινομένων “συνδιαμόρφωσης” της σύνθεσης της Βουλής από πρόσωπα, τα οποία δεν εκφράζουν την βούληση των πολιτών. Σμίκρυνση των περιφερειών σημαίνει συγχρόνως και κατάργηση της πολυσταυρίας, εφόσον η θέληση των πολιτών θα εκφράζεται επί συγκεκριμένων περιορισμένων προσώπων, τα οποία θα γνωρίζουν οι περισσότεροι ψηφοφόροι, εφόσον οι μικρές εκλογικές περιφέρειες θα δίνουν τη δυνατότητα σε έναν υποψήφιο ή μια υποψήφια να γνωριστεί με το εκλογικό σώμα της περιοχής του.
Η ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ αποδυναμώνει την επιρροή τρίτων στην διαμόρφωση της θέλησης των πολιτών, διότι οι υποψήφιοι δε θα εξαρτώνται από τους κατόχους μέσων μαζικής επικοινωνίας για να γίνουν γνωστοί. Θα μπορούν να βρίσκονται σε διαρκή επαφή με τους πολίτες της περιφέρειάς τους. Η μικρή περιφέρεια θα εκφράζει καλύτερα και την κοινωνική σύνθεση μιας περιοχής, ενώ συγχρόνως θα μειώνει τα φαινόμενα της χειραγώγησης των πολιτών με δημοκοπικά μέσα.
ΕΚΕΙΝΟ που θεωρούσε ο Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης ως λύση, μέσω της μεγάλης περιφέρειας, στο πρόβλημα της “εξάρτησης” από τον ψηφοφόρο, έφερε στο προσκήνιο ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα: τη μαζική χειραγώγηση των πολιτών, οι οποίοι γνωρίζουν πλέον τους βουλευτές τους μέσα από τα τηλεοπτικά δίκτυα και τις συνεντεύξεις στον τύπο. Γεγονός που σημαίνει ότι ο βουλευτής πρέπει να γίνει έρμαιο στις διαθέσεις των ιδιοκτητών των μέσων. Και δεν περιορίζονται τα αρνητικά μόνο εδώ: η ευρεία περιφέρεια δημιουργεί επάλληλους φαύλους κύκλους σε διάφορα επίπεδα, οι οποίοι νοθεύουν τη λαϊκή βούληση.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ εκλογικές περιφέρειες, συμβάλλουν στη διαιώνιση της οικογενειοκρατίας, στην εξάρτηση των βουλευτών από την μεγάλη ή μικρότερη «μιντιοκρατία», στη νόθευση της λαϊκής βούλησης και, τέλος, συμβάλλουν και σε κάτι στο οποίο δεν αναφερθήκαμε: στην άνοδο του λαϊκισμού.
Όλα αυτά, μαζί φυσικά με άλλους παράγοντες που δεν αφορούν το εκλογικό σύστημα, αποδυναμώνουν την ποιότητα του κοινοβουλίου.