Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση αποτελεί ένα πολύτιμο κεκτημένο των περισσότερων κοινωνιών και ένα αδιαμφισβήτητο μέσο εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων (/ & ευρύτερα μέσο κοινωνικής κινητικότητας). Το δεύτερο χαρακτηριστικό αναγνωρίζεται από τις περισσότερες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις, ακόμα και από τις πλέον συντηρητικές, παρά του ότι για ορισμένες από αυτές, η κοινωνική κινητικότητα ενός ατόμου εξαρτάται, κυρίως μόνο από τις προσωπικές ικανότητες και δεξιότητες. Πέραν αυτού, σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις αποτελεί ο βαθμός κοινωνικής παροχής της εκπαίδευσης.
Για την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας θα πρέπει να διαβαθμίζεται, να ρυθμίζεται, ώστε οι εκπαιδευτικές παροχές να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Θα πρέπει λοιπόν η δωρεάν παροχή της εκπαίδευσης να λειτουργεί ως μία βαλβίδα, η οποία κατά καιρούς να ανοίγει και κατά καιρούς να κλείνει, ή ακόμα καλύτερα να ανοίγει έως ένα βαθμό.
Το όριο αυτό εξασφαλίζει και τη σπανιότητα του συγκεκριμένου αγαθού (της Εκπαίδευσης- Παιδείας), χαρακτηριστικό που επιτρέπει την μετέπειτα εμπορευματοποίηση του. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να πούμε πως ασφαλώς η εκπαίδευση θα πρέπει να συνδέεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κάθε οικονομίας, καθώς και με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της, όμως αυτό είναι κάτι το οποίο διασφαλίζεται διαφορετικά και όχι από τον ιδιωτικό χαρακτήρα της.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, με ιδιαίτερη εντατικοποίηση εντός της τελευταίας, βιώνουμε ολοένα και εντονότερα ενέργειες απαξίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, ως μέρος ενός πολυετούς στρατηγικού σχεδίου, με απώτερο σκοπό την πλήρη ιδιωτικοποίηση , εμπορευματοποίηση και τεχνοκρατικοποίηση της. Την επιτυχία υλοποίησης του σχεδίου αυτού, διασφάλισαν, αφενός η διεθνής εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού, ως αντίδραση στις επαναλαμβανόμενες συστημικές οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού, και αφετέρου η παγκόσμια υγειονομική κρίση, η οποία και δυσχεραίνει της προσπάθειες αντίστασης των άμεσα εμπλεκομένων στο Εκπαιδευτικό Σύστημα. Αποκορύφωμα αλλά και συνάμα αποκάλυψη της καλοσχεδιασμένης αυτής στρατηγικής υπήρξε το πρόσφατο νομοσχέδιο της κας Κεραμέως.
Ας παρουσιάσουμε λοιπόν, τα βήματα σταδιακής απώλεσης του δικαιώματος δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης για κάθε Έλληνα πολίτη και Ελληνίδα, μέσα στη συγκεκριμένη δεκαετία.
Βήμα 1ο: Υποβάθμιση της Δωρεάν Εκπαίδευσης και σταδιακή ιδιωτικοοικονομική λειτουργία. Η γνώση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική μεγέθυνση, μέσω της ενίσχυσης που προσφέρει στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Η επένδυση κατά συνέπεια στο ανθρώπινο κεφάλαιο ενισχύει την οικονομική παραγωγή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την μεγέθυνσή της. Κατά την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, τα άτομα, ορθολογικά σκεπτόμενα, θεωρούν την εκπαίδευση τους, ως ένα κεφαλαιουχικό αγαθό, που επενδύοντας σε αυτό θα εξασφαλίσουν μελλοντικά τη δυνατότητα να αυξήσουν την αξία της προσφερόμενης εργασίας τους. Μέσα από αυτή τη θεώρηση, η προσφορά του εμπορικού πλέον προϊόντος της εκπαίδευσης σε μία ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, θα οδηγήσει στην βελτιστοποίηση του, λόγω του ανταγωνισμού, βελτιώνοντας την ποιότητα του και προσαρμόζοντάς τη καλύτερα στις μετέπειτα απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Αντίθετα, η δημόσια προσφορά του αγαθού, το υποβαθμίζει, αφήνοντας ανικανοποίητους τους εν δυνάμει επενδυτές σε αυτό.
Τα τελευταία χρόνια, η προσπάθεια επισφράγισης του παραπάνω επιχειρήματος πραγματοποιήθηκε μέσα από την συνεχή υποχρηματοδότηση Τριτοβάθμιας Ανώτερης Εκπαίδευσης, την οποία ακολούθησε η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία[1] των Δημόσιων Πανεπιστημίων, καθώς πλέον η αξιολόγηση του κάθε ιδρύματος αποτελεί κριτήριο για την πολυπόθητη κρατική οικονομική ενίσχυση.
Βήμα 2: Διαστρέβλωση του ρόλου του Πανεπιστημίου. Ο ρόλος του Πανεπιστημίου δεν είναι η ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων. Στην Ανώτατη Εκπαίδευση, υπάρχουν σχολές που εμπεριέχουν άμεσα επαγγελματικές δεξιότητες, καθώς η επιστημονική γνώση είναι άμεσα επαγγελματικά εφαρμόσιμη (π.χ. διοίκηση επιχειρήσεων, Ιατρική, μηχανολογία). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επιστημονικές κατευθύνσεις των οποίων η επιστημονική γνώση είναι έμμεσα εφαρμόσιμη, όπως τα οικονομικά ή επιστημονικές κατευθύνσεις που η επιστημονική γνώση δεν είναι καθόλου εφαρμόσιμη ή άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομία Π.χ. η φιλοσοφία. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουν μικρότερη σημασία στην εξέλιξη της εκάστοτε κοινωνίας. Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι η ανάπτυξη νέας επιστημονικής γνώσης, η οποία θα μεταλαμπαδευτεί στους φοιτητές και μετέπειτα στην κοινωνία. Παρά ταύτα, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πως το Πανεπιστήμιο δε θα πρέπει να στηρίζει τους φοιτητές στην επαγγελματική τους υποκατάσταση. Γι’ αυτό και αναπτύσσει δομές που προσφέρουν δραστηριότητες στήριξης των φοιτητών στην επαγγελματική τους αποκατάσταση (Γραφεία Διασύνδεσης, Γραφεία Πρακτικής Άσκησης κτλ.). Στην προσπάθεια του αυτή και μέσα από συγκεκριμένες δομές, το πανεπιστήμιο μπορεί και έρχεται σε επαφή με επιχειρηματίες, προσφέρει ενημέρωση για προγράμματα χρηματοδότησης μιας επιχειρηματικής ιδέας, προσφέρει συμβουλευτική σταδιοδρομίας, προσφέρει εργαλεία αναζήτησης θέσεων εργασίας, υποτροφιών, μεταπτυχιακών, μαθήματα και δράσεις επιχειρηματικότητας καθώς και πρακτική άσκηση. Συνοψίζοντας, το πανεπιστήμιο οφείλει να συμβάλει στη διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή. Η έρευνα που αναπτύσσεται πρέπει να συνδέεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της περιοχής καθώς και των κοινοοικονομικών χαρακτηριστικών της. Σε αυτό μπορούν να συμβάλουν οι διάφοροι κοινωνικοί εταίροι, ερευνητικοί φορείς, αναπτυξιακά προγράμματα κτλ).
Βήμα 3: Υποχρηματοδότηση και Υποστελέχωση
Στα ΑΕΙ εδώ δεκαετίες έχουν εκμηδενιστεί οι διορισμοί μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ). Σαν αποτέλεσμα το μόνιμο διδακτικό προσωπικό γερνά και ταυτόχρονα συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς λόγω συνταξιοδοτήσεων ή αποχωρήσεων. Έτσι, εξαιτίας των παραπάνω, οι νέοι επιστήμονες αναζητούν θέσεις σε Ιδρύματα του εξωτερικού ή εγκαταλείπουν τον ακαδημαϊκό χώρο. Παράλληλα, λαμβάνονται μέτρα συνένωσης τμημάτων σε πολυπληθή μαθήματα, μείωση της προσφοράς αρκετών μαθημάτων και των εργαστηρίων με ταυτόχρονη αύξηση των ωρών εργασίας των διδασκόντων. Τα παραπάνω έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην επιστημονική ποιότητα των Ελληνικών πανεπιστημίων. Οι μέθοδοι επίλυσης που έχουν επιλεγεί επικεντρωμένες, κυρίως στους νέους επιστήμονες, βοηθούν μεν, αλλά δεν παύουν να είναι περιστασιακές (θέσεις ΠΔ 407/80, ΠΥ, Απόκτησης Διδακτικής Εμπειρίας μέσω ΕΣΠΑ). Οι νέοι επιστήμονες/νέες επιστημόνισες , αναγκάζονται να εργάζονται και σε άλλους τομείς για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους, με συνέπεια αφενός το αποτέλεσμα της διδασκαλίας να μην είναι το βέλτιστο δυνατό (προετοιμασία σύγχρονου διδακτικού υλικού και μαθήματος, αναζήτηση βιβλιογραφίας, επικοινωνία με τους φοιτητές/τριες, απόδοση στη διδασκαλία) και η αφετέρου η έρευνα να περιορίζεται, καθώς δεν υπάρχει χρόνος για αρθρογραφία. Τελική έκβαση των παραπάνω είναι το πάγωμα της εξέλιξης του κάθε ερευνητή/ερευνήτριας, οι οποίοι αργά ή γρήγορα θα στραφούν σε άλλο κλάδο της οικονομικής δραστηριότητας, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας.
Βήμα 4: Κατάργηση της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Σε πολλές μελέτες και αναλύσεις εθνικών και διεθνών φορέων (CEDEFOP), αλλά και πρωτογενείς έρευνες[2] καταγράφεται ότι από την ελληνική αγορά εργασίας απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό στελέχη με εξειδικευμένες τεχνικές και επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες. Η έλλειψη αυτή μάλιστα επιδεινώνει την μεταστροφή σε ένα ανασυγκροτούμενο παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, συμπορευόμενο με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και βασισμένο στην εξειδίκευση της ποιότητας αντί της παραγωγής βάση οικονομιών κλίμακας.
Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό, με κυρίαρχη αιτία την υποβάθμιση της επαγγελματικής κατάρτισης (Ιδιαίτερα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση), η οποία οδηγεί και έναν φαύλο κύκλο απόρριψης της και προτίμησης αντί αυτής, της Ανώτερης Ακαδημαϊκής Εκπαίδευσης. Αυτό καθώς, ένα σωστό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σε συνδυασμό με κατάλληλες δομές ενημέρωσης και σύζευξης των προσφερόμενων εκπαιδευτικών κατευθύνσεων και ειδικοτήτων με τις συνεχώς εξελισσόμενες επαγγελματικές τάσεις, αλλά και επαγγελματικές ανάγκες, πιθανά να οδηγούσε τους νέους στην επιλογή της επαγγελματικής εκπαίδευσης, διασφαλίζοντας έτσι ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο.
Παρόλα αυτά, η κατάργηση των ΤΕΙ από την προηγούμενη Κυβέρνηση αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα της Τεχνικής-Επαγγελματικής και Τεχνολογικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αποτελούσαν το ανώτερο επίπεδο της Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και χώρο εξέλιξης της εκπαίδευσης των αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Έτσι, ως σύνδεσμος της επιστήμης με την εφαρμογή και την παραγωγή, η ενίσχυση των ΤΕΙ θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελληνικής Οικονομίας. Αντιθέτως, σήμερα, η παροχή ανώτερης δημόσιας τεχνικής εκπαίδευσης όχι μόνο δεν αποτελεί προτεραιότητα, αλλά περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσφέρεται μόνο ως «κατάρτιση» μέσα από τα ΙΕΚ[3].
Φυσικά, αυτή η στροφή εξυπηρετεί από πολλές πλευρές. Πλέον, δεν απαιτείται μόνιμη απασχόληση, αλλά ημιαπασχόληση του «περισσευούμενου» νέου επιστημονικού-διδακτικού προσωπικού, το οποίο μπορεί να συμπληρώσει έτσι τα πενιχρά του εισοδήματα, προκειμένου είτε να συνεχίσει τις σπουδές του, είτε να εξελιχθεί ερευνητικά, καθώς διαφορετικά θα έπρεπε να εγκαταλείψει την ερευνητική του δραστηριότητα και να εργαστεί σε διαφορετικούς κλάδους. Επιπρόσθετα, η εκμετάλλευση του συγκεκριμένου ανθρώπινου κεφαλαίου, από τα Ιδιωτικά ΙΕΚ, έρχεται να ενισχύσει την «αναβάθμιση» τους, μέσα από την προσφορά πλέον και επιστημονικής γνώσης και μάλιστα με το χαμηλότερο εφικτό κόστος[4]. Το ίδιο ισχύει και για τα ιδιωτικά Κολέγια.
Βήμα 5: Αναβάθμιση των πτυχίων των Κολεγίων.
Η κατάργηση της Δωρεάν Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο της «αναβάθμισης» των πτυχίων των Κολεγίων, σε συνέχεια της ψήφισης του νομοσχεδίου για το Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης. Μάλιστα, η ψήφιση του νομοσχεδίου πραγματοποιήθηκε, εν μέσω πανδημίας και φυσικής απουσίας των φοιτητών και πανεπιστημιακών από τα Πανεπιστήμια. Έτσι λοιπόν, πλέον με τροπολογία του Υπουργείου, γίνονται επαγγελματικά ισοδύναμα τα πτυχία των κολλεγίων με αυτά των πανεπιστημίων και τα επαγγελματικά προσόντα των αποφοίτων τους με αυτά των αποφοίτων των Πανεπιστημίων. [5] Η ρύθμιση απαξιώνει τα Δημόσια Πανεπιστήμια, ανοίγοντας τον δρόμο της μετέπειτα ιδιωτικοποίησης τους. Αφού, με λιγότερα έτη πλέον, αποκτάται επί χρήμασι το πολυπόθητο οικονομικό αγαθό της γνώσης, και αφού πλέον οι εισερχόμενοι στα Δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα περιορίζονται, ο κάθε ορθολογικά σκεπτόμενος θα στραφεί στα Κολέγια. Όσοι δε σκέπτονται ορθά ή δεν έχουν τα χρήματα, απλά θα παραμείνουν εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Κρατάμε τη φράση του Πρόεδρου του ΤΕΕ, Γιώργου Στασινού: «Οι εμπνευστές …Θα το καταλάβουν στον πρώτο σεισμό, στην πρώτη πλημμύρα, στην πρώτη παραβίαση πληροφοριακών συστημάτων, στο πρώτο βιομηχανικό ή εργατικό ατύχημα, στο πρώτο πρόβλημα ασφάλειας τροφίμων. Οι επιλογές στα θέματα επαγγελματικών δικαιωμάτων δεν είναι απλά θέματα αγοράς, δεν είναι ουδέτερες διοικητικές διαδικασίες, είναι θέματα υγείας, ασφάλειας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής».
Βήμα 6: Νομοσχέδιο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη (“Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις”)
Η κατάργηση της Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, ως αποτέλεσμα της πολυετούς προσπάθειας για υποβάθμισή της, συνοδεύεται τώρα από τον περιορισμό του αριθμού των αποφοίτων από τα ΑΕΙ. Ο περιορισμός των εισακτέων επιτυγχάνεται με τρόπους, όπως: 1) τη καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ορισμένη από κάθε τμήμα των ΑΕΙ), 2) τον περιορισμό του αριθμού επιλογών του μηχανογραφικού και 3) τέλος με το χρονικό όριο φοίτησης[6]. Το επιχείρημα της κας Κεραμέως πίσω από την εισαγωγή της ΕΒΕ, ότι πρόκειται για μία προσπάθεια «αναβάθμισης των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, επιτυχούς φοίτησης και έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών». Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα αναμένεται να είναι ακριβώς το αντίθετο. Θα επιτείνει τη συγκέντρωση περισσότερων φοιτητών στα μεγάλα και κεντρικά πανεπιστήμια, ενώ θα οδηγήσει σε σταδιακή αποδυνάμωση των περιφερειακών πανεπιστημίων, μέσα από τη μείωση του αριθμού των φοιτητών και στη συνέχεια των Τμημάτων[7]. Και φυσικά, αντί της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, όσοι μείνουν απέξω, τώρα θα στραφούν στα Ιδιωτικά Κολέγια, καθώς πλέον τα επαγγελματικά δικαιώματα εξισώνονται. Αναφορικά με το τελευταίο μέτρο, το όριο φοίτησης, δεν αποτελεί παρά ένα μέτρο διεύρυνσής των άνισων ευκαιριών εκπαίδευσης, καθώς, άτομα χαμηλών οικονομικών εισοδημάτων, φοιτητές/φοιτήτριες που εργάζονται, νέες μητέρες, ανύπαντρες μητέρες, χάνουν τη δυνατότητα απόκτησης ενός πτυχίου, το οποίο θα τους εξασφαλίσει μελλοντικά ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η ρύθμιση απόδειξης της εργασιακής απασχόλησης μέσω ενσήμων αποτελεί αστεία, τη σημερινή εποχή της μαύρης εργασίας.
Το υπουργείο Παιδείας, υποστηρίζει επίσης πως η «προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας» επιτυγχάνεται μέσα από την αστυνόμευση και την απόλυτη πειθαρχία, καταργώντας ουσιαστικά συνταγματικές προβλέψεις περί θεσμικής αυτοτέλειας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Σε συνεργασία, λοιπόν με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ιδρύεται ειδικό αστυνομικό σώμα (ένστολο, εκπαιδευμένο από την Αστυνομία) το οποίο θα περιπολεί και θα ελέγχει «προληπτικά» τους χώρους του πανεπιστημίου. Επιπρόσθετα, θα εγκατασταθεί εξοπλισμός με μέσα παρακολούθησης για διαρκή επιτήρηση και καταγραφή εικόνας σε χώρους ελεγχόμενης πρόσβασης (μη δημόσιους χώρους).
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να πούμε πως τα προβλήματα παραβατικότητας και αξιόποινες, εκτός των ορίων της νομιμότητας πράξεις στο χώρο των Ελληνικών Πανεπιστημίων υπάρχουν και πολλές φορές συνοδεύονται από δυσκολίες στην αντιμετώπιση τους. Δεν είναι λίγες οι φορές, μάλιστα που πολλές παραβατικές πράξεις, προκλητικά, με περισσή ανοησία και θρασύτητα χαρακτηρίζονται, πράξεις «πολιτικού ακτιβισμού». Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την χυδαία, άνανδρη και απόλυτα καταδικαστέα επίθεση που υπέστη μέσα στο γραφείο του ο πρύτανης του ΟΠΑ, τον Οκτώβριο του 2020. Πολλά μέλη της Ακαδημαϊκής Κοινότητας (φοιτητές, διδακτικό προσωπικό και εργαζόμενοι) νιώθουν φόβο, ιδιαίτερα απογευματινές ώρες ή σε συγκεκριμένους μη φωτιζόμενους/δύσκολα ελεγχόμενους χώρους του πανεπιστημίου. Επίσης υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά διακίνησης ναρκωτικών ουσιών μέσα και έξω από τον χώρο του πανεπιστημίου, πολλές φορές μπροστά στα μάτια φοιτητών και εργαζομένων. Όμως, ας μη γελιόμαστε. Οι πράξεις αυτές δεν διαφέρουν ποινικά με αντίστοιχες σε βαρύτητα παραβατικές πράξεις εντός της κοινωνίας, σε σχολεία, σε σκοτεινές πλατείες ή σε «κακόφημες» γειτονιές όλων των μεγάλων ελληνικών αστικών κέντρων. Η παραβατικότητα στο χώρο των πανεπιστημίων δεν διαφέρει, τουλάχιστον ως προς τη συστηματικότητα της, με την εγκληματικότητα στο σύνολο της ελληνική κοινωνίας. Στις ανακοινώσεις της κας Κεραμέως αναφέρεται ότι πολλοί καθηγητές δεν μπορούν να προσκαλέσουν σημαντικές προσωπικότητες να μιλήσουν όταν αυτές δεν αποδεκτές ως προς την πολιτική τους ιδεολογία από άλλες διαφοροποιημένες κομματικά ή ιδεολογικά ομάδες φοιτητών. Δηλαδή, η δημόσια ομιλία ατόμων οποιασδήποτε ιδεολογικοπολιτικής αντίληψης σε οποιαδήποτε άλλο μέρος εκτός του Πανεπιστημίου, θα περιόριζε τις αντιδράσεις των ατόμων με διαφορετική αντίληψη/και τις ανεπίτρεπτες βίαιες συμπεριφορές; H παραβατικότητα εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων λοιπόν διαχωρίζεται, προβάλλεται ως συστηματική, και εργαλειοποιείται σκόπιμα από συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να καταστεί πλέον ευρέως αποδεκτή η κοινωνική αντίληψη ότι τα Πανεπιστήμια αποτελούν χώρους περίθαλψης ενός διαφορετικού, δύσκολα αντιμετωπίσιμου είδους εγκληματικότητας. Αφού λοιπόν η πανεπιστημιακή παραβατικότητα διαφέρει, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί «ειδικά» και όχι σύμφωνα με το συνολικό νομοθετικό πλαίσιο της χώρας, όπως και οι υπόλοιπες. Έτσι, οι εγκληματικές πράξεις εντός των πανεπιστημίων απαιτούν την μόνιμη εγκατάσταση της αστυνομίας και όχι την απλή παρέμβαση. Μάλιστα, η αστυνομία, θα λειτουργεί, ειδικά για τα πανεπιστήμια, «προληπτικά» και θα έχει επίσης ρόλο στην συνδιοίκηση και στις αποφάσεις για τα θέματα ασφαλείας. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, προληπτικά, ίσως θα έπρεπε να επιτρέπουμε σε έναν αστυνομικό να εγκατασταθεί εντός του σπιτιού μας, για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα συμβούν ποτέ ενδοοικογενειακές πράξεις βίας και ότι θα είμαστε πάντα ασφαλείς. Έτσι, το Ελληνικό Πανεπιστήμιο επιστρέφει σε άλλες εποχές, και έρχεται πιο κοντά σε πρότυπα αστυνομοκρατούμενων πανεπιστημίων, όπως αυτών της Ρωσίας και της Τουρκίας, ενώ απομακρύνεται από τα Ευρωπαϊκά πρότυπα (Βιέννης, Γαλλίας κτλ).
Το 6ο και τελευταίο βήμα, σε συνδυασμό και με άλλα νομοθετήματα, ενδεικτικά αναφέρουμε το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών και τις ρυθμίσεις μοριοδότησης των πτυχίων και μεταπτυχιακών στους διαγωνισμούς προσλήψεων δημοσίου, μέσω ΑΣΕΠ, έρχονται να υποβιβάσουν ολοκληρωτικά την αξία της Εκπαίδευσης. Ολοκληρώνουμε λοιπόν και παραπέμπουμε στην αρχή του παρόντος κειμένου, όπου σύμφωνα με τις πλέον συντηρητικές αντιλήψεις∙ η κοινωνική κινητικότητα ενός ατόμου, η σταθερότητα και η μελλοντική βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου, εξαρτάται αποκλειστικά από τις προσωπικές δεξιότητες και ικανότητες του, οι οποίες μπορούν να ενισχυθούν μόνο από ιδιώτες «προπονητές», να αξιολογηθούν μόνο σε μία δεδομένη στιγμή και με το αζημίωτο. Για τους μη κατέχοντες, τα παιδιά της Δημόσιας Εκπαίδευσης, τα παιδιά που οι δεξιότητες και ικανότητές τους αξιολογούνται για μία τουλάχιστον 7ετία, δυστυχώς δε θα μπορέσουμε…
Αντιστεκόμενοι στην παραπάνω κατεύθυνση, ζητάμε και επιδιώκουμε:
Οζούνη Ειρήνη, Διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών,
Μέλος του ΕΓ της Σοσιαλιστικής Προοπτικής
[1] Προσπάθεια αναζήτησης ιδιωτικών πόρων, γενίκευση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα κτλ.
[2] “Dual Initial Vocational Training Systems in the Industrial Sector in Greece – Innovation or Illusion?” funded by the German Federal Institute for Vocational Education and Training (BIBB)
[3] με ότι αυτό συνεπάγεται (βεβαίωση αντί πτυχίου, δίδακτρα, καταβολή εξέταστρων για πιστοποίηση και εξασφάλιση εργατικών δικαιωμάτων). Ενδεικτικά αναφέρουμε την κατάργηση ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ και η ένταξη τους στα ΙΕΚ.
[4] Μία διδακτική ώρα αμείβεται περίπου με 9,4 ευρώ μικτά, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών καθηκόντων. Η δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού (αποφοίτων διδακτορικού) τεράστια…
[5] Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος εγγράφει αποφοίτους Κολλεγίων, προκειμένου να ασκούν το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος εγγράφει αποφοίτους Κολλεγίων για να ασκούν το επάγγελμα του Οικονομολόγου και του Λογιστή Φοροτεχνικού.
[6] Διαγραφές των φοιτητών που δεν μπορούν να σπουδάσουν στο όριο των ν+ν/2 (όπου ν, τα έτη της σχολής)
[7] Συμφωνούμε με όσα ανέφερε ο Αναληρωτής Καθηγητής Δημήτρης Δαμίγος, σε αντίστοιχη συζήτηση (διοργάνωση νεολαίας του Mέρα25), ο οποίος διευκρινίζει και τα εξής: Οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν αποτελούν μία διαπιστωτική διαδικασία (δηλαδή μία διαδικασία, η οποία εντοπίζει το αν κάποιος έχει τα προσόντα να ενταχθεί στα Δημόσια ΑΕΙ), αλλά μία διαγωνιστική διαδικασία εισαγωγής. Επιπρόσθετα, θα έπρεπε να αναρωτηθεί η Κυβέρνηση το γιατί/και πως ένας απόφοιτος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης καταλήγει στο να γράφει 1 και 2 στις εισαγωγικές εξετάσεις. Ως προς το τελευταίο ερώτημα, παραπέμπουμε στην ανάλυση των προβλημάτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από τον Εκπαιδευτικό Κατζάκη Κωνσταντίνο σε αντίστοιχη εισήγηση του: Τα προβλήματα της Δημόσιας Εκπαίδευσης