Τα «μπάνια του λαού» όταν εμφανίστηκαν ως πολιτικό σύνθημα στο πολιτικό προσκήνιο κατά τη δεκαετία του 1980, αντιμετωπίστηκαν από τις συντηρητικές και, κυρίως, τις αντιδραστικές δυνάμεις του τόπου με αμηχανία, ειρωνεία και χλευασμό.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους διατυπωνόταν και γινόταν αποδεκτό ως δικαίωμα η θερινή παραθέριση των πολιτών αυτής της χώρας. Όλων των πολιτών χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Ο περίφημος κοινωνικός τουρισμός υπογράμμιζε αυτή την διεύρυνση του αιτήματος των λαϊκών στρωμάτων για πρόσβαση στην αναψυχή.
Σήμερα, μετά από ένα μεσοδιάστημα νεοφιλελεύθερης αντιλαϊκής λαίλαπας, μπορούμε να αξιολογήσουμε το μέγεθος εκείνης της πολιτικής σε συνάρτηση, όχι μόνο με την κοινωνική πολιτική σοσιαλιστικού τύπου, αλλά και ως μια διεύρυνση των δικαιωμάτων του πολίτη της ελληνικής δημοκρατίας. Σήμερα η σύγχρονη επιστήμη αναφέρεται σε δικαίωμα των διακοπών, όπως αυτό προέκυψε από το φαινόμενο του μαζικού τουρισμού.
«Το παράδειγμα του μαζικού τουρισμού έχει για αυτό το λόγο χαρακτήρα προτύπου για τη συνάφεια ταξικής εξουσίας και δημοκρατίας, διότι σε αυτό καθρεπτίζεται μια θεμελιώδης εκδήλωση της δικαιοδοσίας των πολλών: το δικαίωμα για διακοπές», σημειώνει ο σύγχρονος γερμανός κοινωνιολόγος Στέφαν Λέσενιχ, στο ενδιαφέρον έργο του « Όρια της δημοκρατίας. Η συμμετοχή ως πρόβλημα διανομής» (2019). Και αυτό το δικαίωμα για «πληρωμένη άδεια» των εργαζομένων είναι μια κοινωνικο-πολιτική καινοτομία, τη σημασία της οποίας δεν δυνάμεθα ακόμη και σήμερα να υπολογίσουμε σε όλη της τη διάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γάλλος κοινωνιολόγος Robert Castell, («Οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού ζητήματος. Ένα χρονικό της μισθωτής εργασίας») θεωρεί την «πληρωμένη άδεια» ένα είδος «πολιτιστικής επανάστασης».
Αυτή η «πολιτιστική επανάσταση» συνιστάται στο γεγονός, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου καπιταλισμού, οι εργαζόμενοι, έστω και για μερικές μόνο ημέρες του, στέκονται στην ίδια βαθμίδα με τους «έχοντες και κατέχοντες», με τις κυρίαρχες τάξεις. Οι εργαζόμενοι αυτές τις ημέρες αναγνωρίζονται ως «πολίτες», ο τρόπος ζωής τους πλησιάζει σε εκείνων των μεγαλοαστικών κοινωνικών περιγύρων. «Για μερικές ημέρες του έτους επικαλύπτονται οι συνθήκες ζωής των αστών με εκείνες των εργαζομένων», σημειώνει ο R. Castell.
O Στέφαν Λέσενιχ συμπεραίνει σε σχέση με την καθιέρωση της «πληρωμένης άδειας», ότι αυτή η υποχρέωση είναι «μια δημοκρατική ενέργεια, με την οποία αποδίδεται στους >απλούς ανθρώπους< το status του πολίτη». Και ακριβώς αυτή η μετατροπή του εργαζόμενου σε πολίτη μέσω του δικαιώματος στην «πληρωμένη άδεια» ήταν που δημιουργούσε βίαιες αντιδράσεις, ειρωνείες, χλεύη, όχι μόνο των εργοδοτών, αλλά και του συνόλου του αστικού μπλοκ εξουσίας. Γιατί για τους αστούς και τους συμμάχους τους οι εργαζόμενοι υπήρχαν ως κοινωνικές οντότητες μόνο σε συνάρτηση με την ακατάπαυστη εργασίας, χωρίς δικαιώματα ελεύθερου χρόνου. Ο τρόπος ζωής σε συνάρτηση με κάποιον ελεύθερο χρόνο, έπρεπε να παραμείνει προνόμιο των αστών. Η αντίδραση των εχόντων και κατεχόντων ενάντια στον εκδημοκρατισμό του ελεύθερου χρόνου, ήταν μια μορφή, σύμφωνα με τον Λέσενιχ, αντίδρασης στη διεύρυνση της ελευθερίας. Στο σημείο αυτό διαφαίνονταν κάποια όρια της δημοκρατίας.
Σήμερα, μετά από το μεσοδιάστημα της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο και την «πληρωμένη άδεια», απομακρύνεται για όλο και περισσότερους εργαζόμενους και μαζί με αυτό η ιδιότητα του πολίτη. Ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζεται σε αποκλεισμούς, όλο και περισσοτέρων τμημάτων του πληθυσμού των σύγχρονων κοινωνιών. Και τα περίφημα «μπάνια του λαού» από δικαίωμα των πολιτών της χώρας και των λαϊκών τμημάτων του πληθυσμού, μετατρέπονται σταδιακά σε προνόμιο των «κατεχόντων».
Του Όμηρου Ταχμαζίδη