Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η χθεσινή (6.12.19) παρουσίαση του βιβλίου του Άρη Ραγιόπουλου, “Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από έγγραφα του Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών», στο χώρο του βιβλιοπωλείου «Ιανός» στην Θεσσαλονίκη ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, κατατοπιστική και ενημερωτική. Οι τρεις ομιλητές Χάρης Καστανίδης, βουλευτής του ΚΙΝΑΛ, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, πρώην βουλευτής και πρόεδρος της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων και ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανός Περάκης φώτισαν πλευρές του προσκηνίου, αλλά, αρκετές φορές, «καρύκευσαν» τα λεγόμενά τους και με αρκετές «πικάντικες» πληροφορίες από το «παρασκήνιο» της ελληνικής κρίσης και των ελληνογερμανικών σχέσεων. Πάντοτε, φυσικά, σε σχέση με το ελληνικό αίτημα για τις πολεμικές επανορθώσεις. Το κοινό, το οποίο παραβρέθηκε στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου και παρακολούθησε την εκδήλωση ήταν ευάριθμο, παρότι η εκδήλωση δεν τελούσε υπό την αιγίδα κάποιου συλλογικού φορέα. Καίριος, ευέλικτος και, κυρίως, εποικοδομητικός για τη ροή της εκδήλωσης ήταν ο συντονισμός από τη δημοσιογράφο Μαρία Σαμολαδά. Σχετικώς ολίγα -λόγω παρελεύσεως και του χρόνου εφόσον οι εισηγητές μακρηγόρησαν, όχι όμως άσκοπα- και μεστά ήσαν και τα ερωτήματα του κοινού προς τους ομιλητές. Αφήνω κατά μέρος την παρέμβαση του συγγραφέα, απλώς συνιστώ στους λάτρεις του είδους, εκείνες, αλλά κυρίως εκείνους – τα ιστορικά θέματα κεντρίζουν το ενδιαφέρον περισσότερο των Ελλήνων από ό,τι των Ελληνίδων και τούτο είναι ένα στοιχείο, το οποίο θα πρέπει να διερευνηθεί επιστημονικώς στο πλαίσιο των ελληνικών gender studies, εάν υφίστανται, φυσικά, εν Ελλάδι παρόμοιες σπουδές – να προμηθευτούν το βιβλίο και να εντρυφήσουν σε ένα αποσιωπημένο ουσιαστικά ζήτημα της ελληνικής ιστορίας και πολιτικής. Με την ευκαιρία να συστήσω εκ νέου και το μεταφρασμένο από τον υποφαινόμενο, για λογαριασμό της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας «Ο τόπος μας», το βιβλίο των γερμανών ιστορικών Karl Heinz Roth και Hartmunt Ruebner για την ίδια θεματολογία με τον τίτλο «Η οφειλή των επανορθώσεων: υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη».
Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να συνοψίσω κάποια κρίσιμα σημεία, όχι της χθεσινής παρουσίασης και δημοσιογραφικώ τω τρόπω, αλλά της όλης προβληματικής του ελληνικού αιτήματος για επανορθώσεις, διατυπώνοντας συγχρόνως κάποιες σκέψεις και μερικές ανεπεξέργαστες προτάσεις. Για αυτό δε χρειάζεται να επεξηγηθούν λεπτομέρειες ουσίας, όπως αυτές που προκύπτουν π.χ. από το εύλογο ερώτημα για τη διαφορά αποζημιώσεων, αποκατάστασης και επανορθώσεων, το οποίο εύστοχο τέθηκε και εξίσου εύστοχα απαντήθηκε εχθές.
Πρώτον: Όπως ορθώς επεξήγησε με ιδιαίτερη επιμονή και έμφαση ο καθηγητής Στυλιανός Περάκης η οδός της νομικής διεκδίκησης από την ελληνική πλευρά είναι ουσιαστικά ένας μονόδρομος. Το διεθνές δίκαιο συγκροτεί το υπόβαθρο των ελληνικών διεκδικήσεων και δεν πρέπει να υποτιμηθεί ούτε από την πολιτική τάξη του τόπου, ούτε από το δικαστικό σώμα, το οποίο οφείλει να έχει ενεργό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση και να το συνδιαμορφώνει διαρκώς με τις παρεμβάσεις του (έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς πως το γερμανικό δικαστικό σύστημα συνδιαμορφώνει, κατά καιρούς, το διεθνές δίκαιο, όπως π.χ. στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στον εμφύλιο πόλεμο της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας).
Δεύτερον: Και από τη χθεσινή παρουσίαση και συζήτηση, διαφάνηκε μια θεμελιώδης αδυναμία της ελληνικής πλευράς. Αυτή αφορά τα κενά και τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής ιστορικής επιστήμης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης αναφέρθηκε μόνο μια φορά, συγκεκριμένα από τον συγγραφέα του βιβλίου, η λέξη «ιστορικοί». Οι άλλοι εισηγητές δεν χρησιμοποίησαν ούτε μια φορά κάτι παραπλήσιο, εκτός και εάν μου διέφυγε και κάποια άλλη περίπτωση, ωστόσο αυτό δεν αμβλύνει την αιχμηρότητα της επισήμανσης. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί σύμπτωση, αλλά αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την ουσιαστικά χαμηλή συμβολή της όποιας ελληνικής ιστορικής επιστήμης σε αυτά τα πεδία της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Οπότε και η συμπερίληψη ή μη του ζητήματος των επανορθώσεων στην ύλη των σχολικών βιβλίων -ετέθη και αυτό με χαμηλή, ωστόσο, ένταση στη συζήτηση- παραπέμπεται εξ ανάγκης ad calendas Greacas…
Τρίτον: Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης του τόπου, διότι τα επιστημονικά κενά και η ακατέργαστη δημόσια συζήτηση επί του θέματος δημιουργούν πολλές παγίδες. Σε μια υπέπεσε χθες και ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ και πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Χάρης Καστανίδης, όταν εκδήλωσε τη δικαιολογημένη απαρέσκειά του στις διαχρονικές συμπεριφορές της γερμανικής πλευράς απέναντι στη χώρα μας. Αναφέρομαι σε ένα λεκτικό ολίσθημα στις παρυφές του στερεοτυπικού λόγου και της ρατσιστικής ρητορείας όταν αναφερόταν στην «κακότητα», το «κακότροπο» της γερμανικής πλευράς για να καταλήξει στην αντιεπιστημονική έννοια του «γερμανικού χαρακτήρα» στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει συμπεριφορές και πολιτικές, οι οποίες προκύπτουν από την πολύπλευρη και σύνθετη πραγματικότητα του συγκεκριμένου προβλήματος των επανορθώσεων και από τους «καταναγκασμούς» που επιβάλλει η ανισοβαρής σχέση των δύο πλευρών στους δράστες και των δύο πλευρών. Ο αντιγερμανισμός αυτής της κοπής δεν βοηθάει στη διεκδίκηση των επανορθώσεων. Είναι, μάλιστα, παραπλήσιος του στερεοτυπικού ανθελληνισμού, ο οποίος εκφράστηκε κατά της Ελλάδος και των Ελλήνων από εκπρόσωπο της γερμανικής πολιτικής τάξης στο αποκορύφωμα της κρίσης με τον υποτιμητικό «συλλογικό ενικό» «ο Έλληνας». Η φράση «ο Έλληνας αρκετά μας νευρίασε», από γερμανό πολιτικό εξ αγχιστείας συγγενή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προκάλεσε αντιδράσεις στην Γερμανία, αλλά στην Ελλάδα έγινε ελάχιστα γνωστή. Δεν υπάρχουν ενιαίοι «χαρακτήρες» λαών, όπως δεν υπάρχει και «ο Έλληνας» και «ο Γερμανός». Απαιτείται έστω μια πρόχειρη αντίληψη της ordinary language από εκπροσώπους της πολιτικής τάξης και στις δύο χώρες, εάν θέλουμε να επιτύχουμε μακροχρόνιες εξομαλυμένες σχέσεις μεταξύ των δύο λαών και να μην εκτραπούμε σε ρατσιστικές ατραπούς.
Τέταρτον: Η νομική προσέγγιση του ζητήματος και η επ΄ αυτής νομική διεκδίκηση των επανορθώσεων δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Είναι η condition sine qua non -παραμένω στην γλωσσική ατμόσφαιρα της χθεσινής συζήτησης- του όλου εγχειρήματος. Αλλά η πολιτική διάσταση δεν μπορεί να παραμεληθεί. Η γερμανική πλευρά δεν παραμένει απαθής θεατής των γεγονότων. Ήδη η Πολωνία από χρόνια άνοιξε με μεγάλο δυναμισμό το ζήτημα των επανορθώσεων και αυτό προκαλεί ανησυχίες στο Βερολίνο, το οποίο προσπαθεί να αντιδράσει. Με ήπιες παρεμβάσεις στο προσκήνιο και, πιθανώς, και με πιο «περίεργους» τρόπους πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας. (Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί η συνάφεια αυτή αποτελείται από έναν τεράστιο κύκλο υποζητημάτων). Η ελληνική πλευρά είναι υποτονική από πολιτικής σκοπιάς, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που φαίνεται να έχει παραχωρηθεί η ιδεολογικο-πολιτική «εποπτεία» των ελληνικών κομμάτων στα επιστημονικά ιδρύματα των αντίστοιχων γερμανικών: δηλαδή τα ιδρύματα Konrad Adenauer, Friedrich Ebert, Heinrich Boell, Rosa Luxembourg. Αντιθέτως η γερμανική πλευρά αναζητά και δημιουργεί συνεχώς ερείσματα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο αντίκτυπος τους στο μέλλον θα φανεί και στο ζήτημα του αιτήματος για επανορθώσεις.
Πέμπτον: Διαφαίνεται μια ευρύτερη εμπλοκή του γερμανικού παράγοντα στην διαμόρφωση της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης στην Ελλάδα. Η γερμανική οπτική των πραγμάτων στην διαχείριση του ιστορικού παρελθόντος είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος που, ουσιαστικά, αντικαθιστά το δικαίωμα ενός λαού να ορίζει ο ίδιος τους τρόπους διαχείρισης της ιστορικής μνήμης του, με ένα υπόδειγμα ηθικοπλαστικής καθοδήγησης έξωθεν. Στην Θεσσαλονίκη έχουμε ήδη τις πρώτες έμπρακτες αποδείξεις του γερμανικού ηθικοπλαστικού πατερναλισμού.
Έκτον: Σε συνάρτηση με το προηγούμενο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι κάθε πρακτική συμφιλίωσης φέρει, αποδεκτά και από τις δύο πλευρές, αποτελέσματα όταν το ζεύγος της αντιπαράθεσης αποτελείται από ισότιμα μέλη. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους στο συγκεκριμένο ζήτημα που θα εξισορροπούν την «υπεροπλία» της αντίστοιχης γερμανικής .
Έβδομον: Επείγει η ίδρυση, νομίζω η ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας είναι η πιο κατάλληλη περιοχή, ενός ελληνικού διεθνούς ιδρύματος για τα ζητήματα μνήμης αναφορικά με τα εγκλήματα της Γερμανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ίδρυμα θα πρέπει να συγκροτηθεί σε συνεργασία με άλλες ενδιαφερόμενες χώρες-θύματα, να έχει επιστημονικό, αλλά και πολιτικό, κοινωνικό χαρακτήρα με έντονη δραστηριότητα «ανταλλαγών» νέων ανθρώπων, με έμφαση στα ζητήματα της κοινής ιστορικής μνήμης των λαών-θυμάτων της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»