Δύο στοιχεία επανέρχονται στη σύγρονη συζήτηση για την ανάπτυξη: η τοπικότητα και η παρέμβαση. Αφενός, παράλληλα με την αναπόφευκτη διεθνοποίηση του οικονομικού και του κοινωνικού γίγνεσθαι, επιβάλλεται η προσαρμογή στις περιφερειακές, ακόμη περισσότερο στις τοπικές συνθήκες, αναγκαιότητες και προοπτικές. Αφετέρου, μετά από μια περίοδο που στη διεθνή βιβλιογραφία και στην πολιτική επικράτησε μια, για πολλούς χρήσιμη, αφέλεια περί της αυτορυθμιζόμενης κοινωνίας, η «λογική» επιστρέφει και η διεθνής προοδευτική κοινότητα διεκδικεί εκ νέου την πολιτική παρέμβαση, αποτελεσματική, δημοκρατικά νομιμοποιημένη, κοινωνικά δίκαιη και περιβαλλοντικά ισόρροπη. Είναι η ίδια η αστική ωρίμανση που δημιουργεί τα όριά της, τις κρίσεις και την αναγκαιότητα των μικρών υπερβάσεών της, έως την αναπόφευκτη κοινωνική μετ-εξέλιξη. Όμως την ίδια στιγμή που διαπιστώνουμε, εκ νέου, ότι η ιστορία δεν τελειώνει, αντιλαμβανόμαστε πως η πρόοδος δεν προκύπτει αβίαστα, ως φυσικό επακόλουθο κάποιων υποτιθέμενων νόμων. Τουναντίον, τιθέμεθα όλοι και όλες προ των ευθυνών μας: όσο επιταχύνεται η επέκταση της πληροφορίας και της τεχνολογίας (1) γίνεται πιο επιτακτική η διασφάλιση της πρόσβασης και της χρήσης απ΄όλους, ενώ (2) τα σχετικά ηθικά, κοινωνικά ζητήματα εντείνονται. Από την άλλη (3) η προκαλούμενη εκθετική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί στην αποεμπορευματοποίηση της παραγωγής και απαιτεί νέες μεταγοραίες μορφές διεκπεραίωσης του βασικού οικονομικού ερωτήματος: τι, πως, πόσο και για ποιους να παραχθεί. Την ίδια στιγμή (4) οι ανάγκες της ανθρωπότητας μεταφέρονται από το ζητούμενο της ποσότητας σε αυτό της εξειδικευμένης ποιότητας. Αποτέλεσμα είναι να μετριάζεται το πλεονέκτημα περιοχών που μπορούν να παράγουν κλίμακες, τουτέστιν προϊόντα χαμηλού κόστους, το οποίο με τη σειρά του ενισχύει τις προοπτικές και των Ελλήνων παραγωγών. Παράλληλα η ίδια εξέλιξη (5) εντείνει τη σημασία και την ανταγωνιστικότητα νέων μορφών (μικρο-) επιχειρηματικής δικτύωσης και συνεταιρισμών ελεύθερων παραγωγών. Τέλος, η διασφάλιση της (6) κοινωνικής και της (7) περιβαλλοντικής διατηρησιμότητας γίνεται όλο και πιο επιτακτική φέρνοντας στο προσκήνιο τις βασικές αντιφάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας. Αυτό το πλαίσιο προκλήσεων και ευκαιριών καθορίζει και τα σημεία στα οποία καλείται να απαντήσει η αυτοδιοίκηση σήμερα: να είναι αποτελεσματική αλλά και δημόσια, να συμβάλει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, στην ενίσχυση και στον προσανατολισμό της οικονομικής ανάπτυξης, στη δημιουργία μιας δίκαιης και ανοικτής τοπικής κοινωνίας. Αυτό το πλαίσιο καθορίζει αντίστοιχα και το προοδευτικό όραμα για την πόλη μας: Η Θεσσαλονίκη Μητρόπολη: μια πόλη, ένας μητροπολιτικος συντονισμός, πολλές, δυνατές κοινότητες. Η Θεσσαλονίκη Ανεκτική: όσο υπάρχει, όλοι θα έχουν πατρίδα. Η Θεσσαλονίκη Έξυπνη: ενσωμάτωση της τεχνολογίας στις διοικητικές λειτουργίας, στην καθημερινότητα του πολίτη και στην εξυπηρέτησή του, στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της ενδοαστικής παραγωγικής δραστηριότητας. Η Θεσσαλονίκη Πράσινη: με σύγχρονη διαχείριση κι αξιοποίηση των απορριμμάτων, ηλετροκίνηση στις αστικές συγκοινωνίες, αστικό και περιαστικό πράσινο, μπλε οικονομία. Η Θεσσαλονίκη Δημιουργική: στην επιστήμη, την τέχνη και τον πολιτισμό. Η Θεσσαλονίκη Τολμηρή: με ένα μακρόπνοο σχέδιο κτιριακής ανα- και αποδόμησης, ανάπλασης της δυτικής εισόδου, πεζοδρόμησης του εμπορικού και του ιστορικού της κέντρου, αξιοποίησης του συνόλου του θαλάσσιου μετώπου. Ένα όραμα ριζοσπαστικό και εφικτό, σύγχρονο και τολμηρό, συμβατό με το παρελθόν μας και αντάξιο του μέλλοντος. Ένα όραμα που ταιριάζει σε αυτούς κι αυτές που προτιμούν να καθορίσουν την ιστορία, αντί να την υποστούν. Το όραμά μας.
[1] Το παρόν άρθρο βασίζεται στην εισήγηση του υπογράφοντος στο «Politics & Media Workshop 2018» που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Έρευνας και Ανάπτυξης στη Θεσσαλονίκη, στις 24 Νοεμβρίου 2018.
Πηγή: http://myportal.gr/topiki-aytodioikisi-kai-perifereiaki-anaptyxi/